Σχετικά με την «Πρόταση Αναδιοργάνωσης των Δημοτικών Επιτροπών Παιδείας και των Σχολικών Επιτροπών του Δήμου Αθηναίων»

Σχετικά με την «Πρόταση Αναδιοργάνωσης των Δημοτικών Επιτροπών Παιδείας και των Σχολικών Επιτροπών του Δήμου Αθηναίων»

 

Με το κείμενό μας επιθυμούμε να τοποθετηθούμε στην πιο πάνω πρόταση της Αντιδημάρχου για το Παιδί, κ. Ηλιοπούλου, η οποία κοινοποιήθηκε στα σχολεία του Δήμου Αθηναίων στις 8-6-2016. Εφ’ όσον μάλιστα, όπως αναφέρεται, πρόκειται για «πρόταση» ελπίζουμε η επιστολή αυτή να ληφθεί σοβαρά υπόψη από τον Δήμο Αθηναίων. Σε κάθε περίπτωση απευθυνόμαστε επίσης στα Υπουργεία Παιδείας και Εσωτερικών διότι όψεις του ζητήματος τα αφορούν.

Κατ’ αρχάς θα συμφωνήσουμε με την διαπίστωση της αντιδημάρχου ότι, παρά τη δυσμενή εδώ και χρόνια οικονομική συγκυρία, τα σχολεία μπόρεσαν να λειτουργήσουν με αξιοπρέπεια. Αντλώντας δε από τη διαπίστωση αυτή θεωρούμε ότι η ομαλή λειτουργία των σχολείων, επετεύχθη ακριβώς χάρη στη σχετική ευελιξία των ΔΕΠ και των Σχολικών Επιτροπών αλλά και  χάρη στην προσπάθεια των ίδιων των σχολικών μονάδων, οι οποίες αξιοποίησαν τους διαθέσιμους πόρους (οικονομικούς και ανθρώπινους) για να καλύψουν τις ανάγκες τους.

Όπως ως διευθυντές / διευθύντριες γνωρίζουμε, υπάρχουν ασφαλώς κοινές ανάγκες για όλα τα σχολεία, αλλά ταυτόχρονα κάθε περιοχή έχει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της και κάθε σχολείο τη φυσιογνωμία του.  Η γειτονιά του σχολείου, ο κοινωνικός του περίγυρος, το οικονομικό, πνευματικό και κοινωνικό κεφάλαιο των γονέων-κατοίκων, αντανακλούν στην ταυτότητα του σχολείου. Γι αυτόν τον λόγο είναι και σημαντικό και αποτελεσματικό η δημοτική αρχή να επικοινωνεί με τα σχολεία μέσω των ΔΕΠ και των Σχολικών Επιτροπών που δρουν στο τοπικό επίπεδο του σχολείου. Σε ένα μεγάλο Δήμο, όπως ο Δήμος Αθηναίων, όπου κάθε δημοτική κοινότητα ισοδυναμεί με μια επαρχιακή πόλη, είναι όχι μόνο λογικό, αλλά και απαραίτητο η  διοικητική διαίρεση του Δήμου να ακολουθείται ομοίως και στα θέματα των σχολείων. Αυτή η αρχή δε, μέχρι τώρα, ακολουθήθηκε ακόμα και στον συγκεντρωτικό Καλλικράτη.

Όποιος έχει στοιχειώδη εμπειρία από τη λειτουργία των σχολείων αντιλαμβάνεται ότι  οι ανάγκες των σχολείων δεν είναι μόνο πάγιες και προβλέψιμες. Τα σχολεία δεν είναι κενά σχολικά κτίρια, είναι ζωντανοί οργανισμοί με έμψυχο «υλικό» παιδιά και εφήβους. Έτσι προκύπτουν καθημερινά «μικρά» ή «μεγάλα», συχνά απρόσμενα προβλήματα, όπως: «υβριστικά» συνθήματα στους τοίχους, καταστροφή κλειδαριών και λουκέτων, σπάσιμο τζαμιών, προβλήματα στα φωτοτυπικά μηχανήματα στη διάρκεια των εξετάσεων και άλλα παρόμοια, που εμποδίζουν την εκπαιδευτική διαδικασία ή θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλεια των μαθητών. Τέτοιας φύσεως προβλήματα πρέπει να αντιμετωπίζονται ταχύτατα και μέχρι τώρα αυτό μπορούσε να εξασφαλιστεί με την άμεση επικοινωνία της σχολικής μονάδας με τον πρόεδρο της Σχολικής Επιτροπής ώστε να εγκρίνεται και να εκταμιεύεται το ανάλογο χρηματικό ποσόν.

Ακόμα όμως και τα προγραμματισμένα έξοδα (καθαριστικά, αναλώσιμα, λογαριασμοί ΔΕΚΟ κλπ.) ή η συντήρηση (φωτοτυπικών, Η/Υ,  πυροσβεστήρων, συναγερμού κα.), όπως έχει δείξει η εμπειρία από τη λειτουργία μεγάλων σχολικών επιτροπών, υπόκεινται σε καθυστερήσεις σε βάρος των σχολικών αναγκών. Να σημειώσουμε επιπλέον ότι ο Δήμος δεν διαθέτει στις σχολικές μονάδες τα απαιτούμενα για τη συντήρηση ή αποκατάσταση υδραυλικά ή ηλεκτρολογικά υλικά παρά μόνο το τεχνικό προσωπικό για τις σχετικές τεχνικές εργασίες. Αυτή η διαδικασία είναι πηγή καθυστερήσεων και εμποδίων στην αποκατάσταση βλαβών και τις περισσότερες φορές, περισσότερο δαπανηρή από ό,τι αν το σχολείο απευθυνόταν απευθείας σε ιδιώτη τεχνικό.

Γιατί λοιπόν, ενώ η εμπειρία και η κοινή λογική υποδεικνύουν ότι λειτουργικότερο θα ήταν ένα περισσότερο αποκεντρωμένο σύστημα, η πρόταση της Αντιδημάρχου το καθιστά περισσότερο συγκεντρωτικό; Στη πρόταση της Αντιδημάρχου διαβάζουμε ότι η συγχώνευση «θα αναβαθμίσει τη δυνατότητα» της Δημοτικής Αρχής να σχεδιάζει «μακροπρόθεσμες πολιτικές Παιδείας».

Στο σημείο αυτό αναρωτιόμαστε:

-για ποιες πολιτικές Παιδείας έχει αρμοδιότητα και νομιμοποίηση ο Δήμος, ποια η σχέση τους με την επίσημη εκπαιδευτική πολιτική που ασκείται από το αρμόδιο Υπουργείο Παιδείας   και

με ποια όργανα θα τις εφαρμόσει.

Στο πρώτο ερώτημα μια ένδειξη είναι τα προγράμματα του Δήμου Αθηναίων για τα «Ανοιχτά Σχολεία». Στα «Ανοιχτά Σχολεία» καταργείται κάθε διάκριση σχολικού/εξωσχολικού και τα σχολεία αντιμετωπίζονται ως κτίρια του Δήμου προς παραχώρηση. Η μέχρι τώρα εμπειρία μάλιστα υποδεικνύει ότι η επιλογή των προγραμμάτων και των σχολικών χώρων γίνεται ερήμην όχι μόνο των σχολείων αλλά και μερικές φορές αγνοώντας την εκφρασμένη αντίθεση της Σχολικής Επιτροπής της Δημοτικής Κοινότητας στην οποία υπάγεται το σχολείο. Η λογική αυτή ωθούμενη στα άκρα αμφισβητεί το δικαίωμα των εκπαιδευτικών του σχολείου να χρησιμοποιούν τους σχολικούς χώρους εκτός ωρολογίου προγράμματος για προγράμματα πολιτιστικά, αγωγής υγείας, αγωγής σταδιοδρομίας, ευρωπαϊκά και άλλες δράσεις που κρίνονται βοηθητικές για το κύριο εκπαιδευτικό έργο.

Αρχίζει να γίνεται επομένως σαφές ότι τα υπάρχοντα όργανα (οι Σχολικές Επιτροπές που λειτουργούν σε κάθε Δημοτική Κοινότητα σε συνεργασία και επικοινωνία με τα σχολεία) δεν είναι κατάλληλα για τέτοιες «πολιτικές Παιδείας», αφού εξακολουθούν να βάζουν σε προτεραιότητα τα ενδιαφέροντα και τις ανάγκες της σχολικής κοινότητας της περιοχής τους και αντιστέκονται στην άνευ όρων χρήση των σχολικών χώρων από άσχετους με την εκπαίδευση φορείς.

Έτσι η πρόταση της Αντιδημάρχου για συγχώνευση των Σχολικών Επιτροπών θα εξυπηρετήσει την ταχύτατη παραχώρηση των σχολικών χώρων χωρίς ενοχλητικές διαδικασίες, ελέγχους (όρων και προϋποθέσεων) και αντιρρήσεις.

Ερωτηματικά όμως προκαλεί και η σύνθεση των νέων, συγχωνευμένων, δύο μοναδικών Σχολικών Επιτροπών που προτείνεται να δημιουργηθούν στο Δήμο Αθηναίων. Στην Πρόταση της Αντιδημάρχου αναφέρεται ότι θα στελεχωθούν από έμπειρους υπαλλήλους για την υποστήριξη του διοικητικού έργου τους, δεν αναφέρεται όμως τίποτα για το ποια θα είναι τα μέλη τους. Πόσα μέλη θα έχουν και  πώς θα εκπροσωπούνται σ’ αυτές οι διευθυντές σχολείων, οι ενώσεις γονέων και οι μαθητικές κοινότητες, πέρα από τα μέλη των κοινοτικών συμβουλίων;

Στα σχέδια του Δήμου είναι επίσης, σύμφωνα με την Πρόταση της Αντιδημάρχου, η εγκατάσταση σε κάθε σχολική μονάδα «εύχρηστου λογισμικού» το οποίο υποθέτουμε θα ενημερώνει ο διευθυντής/ η διευθύντρια του σχολείου (ή ο εκπαιδευτικός Πληροφορικής;;;) σχετικά με τις ανάγκες του σχολείου. Πρόκειται πιθανότατα για ένα δεύτερο ηλεκτρονικό σύστημα καταγραφής που θα λειτουργεί παράλληλα με το myschool. Έχει εκ του νόμου δικαίωμα ο Δήμος να δημιουργεί νέες υποχρεώσεις και καθήκοντα στα στελέχη της εκπαίδευσης και τους εκπαιδευτικούς; Ποιος θα εγκαταστήσει αυτό το λογισμικό και από πού θα το παραγγείλει/προμηθευτεί ο Δήμος; Επιπλέον υπάρχει αρνητική εμπειρία από συστήματα  παραγγελιών υλικών όπως το περίφημο Κτ.Υπ (εξέλιξη του ΟΣΚ) που τα τελευταία 5 χρόνια δεν έχει να μας στείλει, λόγω περικοπών, ούτε μία καρέκλα.

Κλείνοντας, θα θέλαμε να δηλώσουμε ότι η υπερσυγκέντρωση εξουσιών που επιχειρείται, με κανένα τέχνασμα δεν μπορεί να βαφτιστεί αποκέντρωση. Ούτε η διαφάνεια θα εξασφαλίζεται (προμήθειες μεγάλης κλίμακας/χορηγοί) , ούτε η καλή λειτουργία, ούτε η αντιπροσώπευση των μελών της σχολικής κοινότητας. Ήδη το παρόν καλλικρατικό σύστημα είναι περισσότερο συγκεντρωτικό από το προηγούμενο, κατά το οποίο η οικονομική διαχείριση ασκούνταν από τα ίδια τα σχολεία. Εκτιμούμε όμως βάσιμα, ότι το προτεινόμενο σύστημα θα δημιουργήσει ένα αδιαφανές, ανεξέλεγκτο, υπερσυγκεντρωτικό και γραφειοκρατικό καθεστώς, στο οποίο τα σχολεία δεν θα έχουν κανένα λόγο και αρμοδιότητα όχι μόνο για τη λειτουργία αλλά και για την ύπαρξή τους.

Με την πρόταση αυτή ο Δήμος δημιουργεί μια παράλληλη εκπαιδευτική πραγματικότητα αποκλειστικά για τα σχολεία του Δήμου Αθηναίων, μια παράλληλη γραφειοκρατία, στην οποία η ύπαρξη και η λειτουργία των σχολείων θα εξαρτάται απόλυτα από τις προθέσεις του εκάστοτε δημοτικού άρχοντα.

Εκφράζουμε την αντίθεσή μας σε μια τέτοια δυσοίωνη προοπτική και ζητούμε να μην καταργηθούν οι υπάρχουσες ΔΕΠ και  Σχολικές Επιτροπές, ιδιαίτερα με τις επιχειρούμενες συνοπτικές και αντιδημοκρατικές διαδικασίες.