Να πιστέψει ο κόσμος ότι υπάρχουν εναλλακτικές!

Να πιστέψει ο κόσμος ότι υπάρχουν εναλλακτικές!

 

συνέντευξη στους Δήμητρα Σιατίτσα και Χάρη Κωνσταντάτο –  online περιοδικό ΧΡΟΝΟΣ 13 (05.2014)

 

Δήμητρα Σιατίτσα – Χάρης Κωνσταντάτος: Το σύνθημα «Δικαίωμα στην πόλη» είναι το κατεξοχήν αριστερό-ριζοσπαστικό πρόταγμα για την πόλη με μεγάλη θεωρητική και πολιτική ιστορία από τον Μάη του ’68, τη μαρξιστική θεωρία και τα κινήματα πόλης. Από την άλλη, διεθνώς αλλά και στην Ελλάδα, έχει καπηλευτεί από την τεχνοκρατική νεοφιλελεύθερη προσέγγιση απογυμνωμένο από τα πολιτικά επίδικα της χειραφέτησης και της δημοκρατίας. Πώς προσεγγίζετε εσείς το αίτημα για δικαίωμα στην πόλη;

Γαβριήλ Σακελλαρίδης: Το δικαίωμα στην πόλη αναφέρεται στην ελεύθερη και ισότιμη πρόσβαση και συμμετοχή όλων των κατοίκων στα αγαθά, τις υπηρεσίες, τους δημόσιους χώρους και τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων στην πόλη, στο κατεξοχήν πεδίο της καθημερινότητας. Αλλά παραπέμπει και στη συνολικότερη ανάδειξη της πόλης ως κοινό έργο που παράγεται συλλογικά από τους κατοίκους της και κυρίως στο δικαίωμα των κατοίκων να διεκδικούν και να οραματίζονται μια διαφορετική πόλη. O Δήμος έχει σημαντικό ρόλο στο να διευκολύνει τη διαδικασία της ενδυνάμωσης των πολιτών, στο να τους δώσει έμπνευση ώστε να ξεδιπλώσουν τις συλλογικές δυνατότητες και φαντασία τους, να τους δώσει χώρο να συμμετέχουν. Να γίνουν μέτοχοι της διαδικασίας και όχι παθητικοί λήπτες των όποιων δημόσιων υπηρεσιών.

Μπορούμε να πούμε ότι το «δικαίωμα στην πόλη» σαν στρατηγικό πρόταγμα βρίσκει το πεδίο εφαρμογής του στην Τοπική Αυτοδιοίκηση και είναι τουλάχιστον υποκριτικό και αποπροσανατολιστικό να χρησιμοποιείται ως σύνθημα από εκείνους που στην πραγματικότητα με τις πολιτικές που ακολουθούν του αφαιρούν το περιεχόμενο και τους όρους υλοποίησής του.

Το 2010 και με όλα όσα είχαν συμβεί στην Αθήνα επί Νικήτα Κακλαμάνη οι προοδευτικοί πολίτες έδωσαν τη δυνατότητα στον Γιώργο Καμίνη να κάνει πράξη αυτό το σύνθημα. Πολύ γρήγορα όμως απογοήτευσε. Όχι μόνο γιατί δεν προώθησε τα δικαιώματα στην πόλη, αλλά γιατί πολύ οργανωμένα και ιδιαίτερα συντεταγμένα φρόντισε για την περιστολή τους. Επέλεξε είτε τη σιωπή είτε τη στήριξη σε επιλογές που αποκλείουν τους πολίτες από τη συνδιαμόρφωση της πόλης. Ο Δήμος της Αθήνας αυτή την περίοδο μαζί με τους Δήμους Θεσσαλονίκης, Πάτρας, Βόλου και Ιωαννίνων αποτελούν τις πλέον χαρακτηριστικές περιπτώσεις για το πώς προοδευτικές και ριζοσπαστικές έννοιες υποτάσσονται στον νεοφιλελευθερισμό και εξυπηρετούν όλο το σχέδιο για την αποστέωση της Αυτοδιοίκησης και άρα την υποβάθμιση του ρόλου των πολιτών στη λειτουργία του Δήμου και της πόλης.

 Δ.Σ.-Χ.Κ.: Η πολιτική που ασκείται την περίοδο της κρίσης στην πόλη της Αθήνας επιβάλλει βίαια και ενισχύει ταξικές, φυλετικές και έμφυλες διακρίσεις. Τι σημαίνει αυτό για μια αριστερή δημοτική αρχή; Σε ποιους αναφέρεται το δικαίωμα στην πόλη; Ποιες είναι οι ομάδες που θα το διεκδικήσουν;

Γ.Σ.: Οι αποκλεισμένοι, οι φτωχοί, οι στερημένοι από δικαιώματα και ελευθερίες, ο αυξανόμενος αριθμός των ανθρώπων που «πέφτουν», που χάνουν το εισόδημά τους, που βλέπουν να τους αφαιρούνται δυνατότητες, που ζουν σε εργασιακή, οικονομική, στεγαστική επισφάλεια, αλλά και όσοι καταλαβαίνουν ότι ιδιαίτερα την περίοδο της κρίσης συντελείται μια στοχευμένη επίθεση στη δημοκρατία και τα κεκτημένα κοινωνικά δικαιώματα. Ιδιαίτερα σε αυτούς αναφέρεται το δικαίωμα στην πόλη, και είναι αυτοί που καθημερινά, μέσα από πρακτικές επιβίωσης, αλληλεγγύης και αντίστασης, διεκδικούν και καταφέρνουν να επιβάλουν τη θέση τους στην πόλη. Ιδιαίτερα σε αυτούς πρέπει να στραφεί ο Δήμος. Δεν πιστεύουμε ότι μπορεί να υπάρξει ευημερία για λίγους απομονωμένους σε θυλάκους πλούτου όταν γύρω τους χιλιάδες οδηγούνται στην εξαθλίωση.

Από την άλλη, όταν συστηματικά μια δημοτική αρχή είναι αόρατη και απούσα από τα μεγάλα ζητήματα της κοινωνίας και δεν παρεμβαίνει σε μια σειρά ζητημάτων για την υπεράσπιση θεμελιωδών δικαιωμάτων, αφήνει όλο το περιθώριο στον κοινωνικό αυτοματισμό, τον κυρίαρχο μηχανισμό επιβολής πολιτικών διακρίσεων. Μέσα στην κρίση, στρώματα του πληθυσμού εξωθούνται εκτός του πλαισίου που είχαν συνηθίσει, που είχαν καταφέρει να ζουν, και η εύκολη απάντηση για τις αιτίες των προβλημάτων τους δίνεται από το «φταίνε οι άλλοι». Μια επικίνδυνη αντίληψη που οδηγεί στο «όλοι είναι το ίδιο».

Και σε αυτό το πεδίο ο Δήμος της Αθήνας δεν στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων. Απομονώθηκε από την κοινωνία, έχοντας ως προνομιακούς συνομιλητές όχι τα στρώματα που πλήττονται, αλλά εκείνους που ευθύνονται για τη διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής. Επέλεξε να σταθεί απέναντι σε ό,τι δημιουργικό και προωθητικό εμφανίστηκε. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι η στάση του απέναντι στο κοινωνικό εγχείρημα της Αγοράς στην Κυψέλη. Αφομοίωσε τη ρητορική περί νομιμότητας για κάθε μικρή ή μεγάλη μορφή κοινωνικών αντιστάσεων και στάθηκε απέναντι: από τις επανασυνδέσεις του ηλεκτρικού ρεύματος μέχρι το μεγάλο κίνημα των πλατειών. Αντί ο Δήμος να είναι εκεί που η κοινωνία ζητούσε δημοκρατία για να απαντήσει σε κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα, επέλεξε με εύκολους χαρακτηρισμούς όπως τα «τσαντίρια» να ζητήσει και να πετύχει την καταστολή του.

Αντί ο Δήμος να αναλάβει πρωτοβουλίες κοινωνικής παρέμβασης για την άρση των διακρίσεων και των αποκλεισμών επέλεξε έναν πολύ επικίνδυνο δρόμο: είναι αδιανόητο να κατανοήσει κανείς το πώς ένα πρόσωπο, που έχει υπάρξει Συνήγορος του Πολίτη, και μια δημοτική αρχή, που πολιτικά προερχόταν από το προοδευτικό μπλοκ, έχουν υποστηρίξει από τις επιχειρήσεις σκούπα μέχρι τα στρατόπεδα κράτησης μεταναστών, από τις προεκλογικού χαρακτήρα διώξεις οροθετικών γυναικών μέχρι τις επιχειρήσεις του προγράμματος «Θέτις», που ήθελε να «εξαφανίσει» τους τοξικοεξαρτημένους από τους δρόμους της Αθήνας.

Γιατί είναι τελείως διαφορετικό να συνεργαστεί μια δημοτική αρχή με υπουργούς και τελείως διαφορετικό να αναλάβει την υπεράσπιση και τη διευκόλυνση πολιτικών που παραβιάζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα. Διολίσθησε όμως και στην ενίσχυση της ανύπαρκτης θεωρίας των δύο άκρων, όταν ταύτισε πρωτοβουλίες και δομές κοινωνικής αντίστασης κι αλληλεγγύης με τη δράση της εγκληματικής φασιστικής οργάνωσης της Χρυσής Αυγής.

Σε πρακτικό επίπεδο, η απάντηση σε όλα αυτά δίνεται με την υποστήριξη των δικαιωμάτων των πολιτών απέναντι στην πολιτική λιτότητας. Οφείλει ο Δήμος να ενδυναμώσει τα κοινωνικά υποκείμενα με δικαιώματα και όχι να τους αντιμετωπίζει ως εξαθλιωμένους αποδέκτες φιλανθρωπίας. Στο Μόντρεαλ προχώρησαν στη σύνταξη μιας Χάρτας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του δημότη. Πρόκειται για έναν καταστατικό χάρτη, προϊόν μιας πολύχρονης διαδικασίας κοινωνικής διαβούλευσης και συλλογικής εκπαίδευσης, ο οποίος μπορεί να αποτελέσει μια καλή βάση για ένα αντίστοιχο εργαλείο και στον Δήμο της Αθήνας.

Ταυτόχρονα με καινοτομίες στη λειτουργία των οργάνων του Δήμου – ανοιχτές συνεδριάσεις, εύληπτους προϋπολογισμούς-απολογισμούς, συμπερίληψη θεμάτων που προτείνουν οι πολίτες, δημόσια διαβούλευση πριν την εισαγωγή θεμάτων προς απόφαση κ.λπ.–, ο Δήμος μπορεί με ουσιαστικό τρόπο να επαναφέρει στο προσκήνιο τη συμμετοχή. Επιπλέον, ο ρόλος του Συμπαραστάτη του Δημότη μπορεί να ενισχυθεί και να ιδωθεί όχι μονάχα ως τυπικός και ελεγκτικός αλλά και ως πραγματικό εργαλείο υποστήριξης και επαφής του δημότη με τη διοικητική λειτουργία. Και κυρίως, οφείλει να διεκδικήσει πολιτικά δικαιώματα για όσους ζουν σε μια πόλη. Είναι απαράδεκτο να μην έχουν λόγο οι ξένοι μόνιμοι κάτοικοι της πόλης στον Δήμο κι αντίθετα, αυτονόητες θεσμίσεις, όπως το δικαίωμα ψήφου στις δημοτικές εκλογές, να καταργούνται στο πλαίσιο της γενικότερης ακροδεξιάς πολιτικής που ακολουθεί η σημερινή κυβέρνηση.

 Δ.Σ.-Χ.Κ.: Ο ρόλος του τοπικού επιπέδου διοίκησης είναι κομβικός για την εφαρμογή της δημόσιας πολιτικής και τη δημοκρατία, κάτι που εκφράζεται και μέσα από το πάγιο αίτημα της Αριστεράς και των κινημάτων πόλης για αποκέντρωση. Ιδιαίτερα όμως την περίοδο της κρίσης η Τοπική Αυτοδιοίκηση αποκτά ακόμη μεγαλύτερη βαρύτητα λόγω της εγγύτητας στα προβλήματα της καθημερινότητας και τις διογκούμενες κοινωνικές ανάγκες. Πώς έχει συμβεί μέχρι τώρα η αποκέντρωση στην Ελλάδα και ποιες είναι οι προϋποθέσεις για να είναι αποτελεσματική; Από πού θα αντλήσει θεσμική έμπνευση μια αριστερή αρχή;

Γ.Σ.: Ο «Καλλικράτης» ήρθε να επιβάλει με βίαιο θεσμικό τρόπο όλα όσα σηματοδοτούν την αποδυνάμωση της Αυτοδιοίκησης. Παράλληλα, με τις περικοπές των πόρων και τις απολύσεις προσωπικού, η Αυτοδιοίκηση μετατρέπεται σε πεδίο για την ιδιωτικοποίηση βασικών υπηρεσιών και την εκποίηση δημόσιων αγαθών και περιουσίας.

Αποτελεσματική αποκέντρωση σημαίνει αρμοδιότητες με αντιστοιχία πόρων. Σημαίνει όργανα και λειτουργίες με τη συμμετοχή και τον έλεγχο των πολιτών. Τα κοινοτικά συμβούλια, ο Συμπαραστάτης του Δημότη, τα συμβούλια ένταξης των μεταναστών δεν λειτούργησαν γιατί απλώς ο νεοφιλελευθερισμός επιβάλλεται σήμερα, όπως και παντού και πάντοτε, με συγκεντρωτισμό.

Στην Ελλάδα υπάρχει μεγάλη ιστορική εμπειρία αγωνιστικών τοπικών αυτοδιοικήσεων που έχουν εφαρμόσει πειράματα συμμετοχής, που έχουν απαντήσει σε πραγματικές ανάγκες, που έχουν ταυτιστεί με την ανάπτυξη συγκεκριμένων τόπων. Βέβαια στις περισσότερες περιπτώσεις και οι αριστερές αρχές δεν έχουν καταφέρει να διαφοροποιηθούν από το πελατειακό μοντέλο της «ανάθεσης» και τον περιορισμό της λειτουργίας των δήμων σε στοιχειώδεις υπηρεσίες και στη διεκδίκηση από το κεντρικό κράτος.

Όμως υπάρχει η ανάγκη να προχωρήσουμε πέρα από τους «φωτισμένους» αριστερούς δημάρχους και ένα παραδοσιακό μοντέλο αριστερής διοίκησης. Σήμερα μπορούμε να επανεφεύρουμε ένα μοντέλο αριστερής δημοτικής αρχής αντλώντας έμπνευση από την εμπειρία του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος, των αιτημάτων δημοκρατίας των πλατειών, των κοινωνικών δικτύων και της εμπειρίας αριστερών αυτοδιοικήσεων σε άλλες πόλεις του κόσμου – ιδιαίτερα της Νότιας Ευρώπης και της Λατινικής Αμερικής.

 Δ.Σ.-Χ.Κ.: Ο περιορισμός των πόρων του δημοσίου και του ρόλου του κράτους όσον αφορά πολιτικές αναδιανομής, κοινωνικής προστασίας και προώθησης του κοινού συμφέροντος, εξελίσσεται παράλληλα με μια διαδικασία «ταχείας σύγκλισης των τοπικών πολιτικών» σε παγκόσμια κλίμακα προς πιο νεοφιλελεύθερες και αυταρχικές κατευθύνσεις. Αυτό συμβαίνει στη βάση ενός πολύ ισχυρού φαντασιακού που αναπαράγεται σε διεθνές επίπεδο από παγκόσμιους οργανισμούς, διεθνείς ανθρωπιστικές και αναπτυξιακές οργανώσεις, εταιρείες συμβούλων, χρηματιστικές εταιρείες, που προπαγανδίζουν ένα συγκεκριμένο μοντέλο ανάπτυξης της πόλης βασισμένο στην επιχειρηματικότητα, την προσέλκυση επενδύσεων και τον ανταγωνισμό. Πώς το βλέπουμε αυτό στην Αθήνα της κρίσης και των μνημονίων;

Γ.Σ.: Η πολιτική λιτότητας που έχει επιβληθεί σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο, διαμορφώνει πλέον και το –ασφυκτικό– πλαίσιο λειτουργίας των δήμων και τα στενά περιθώρια για κοινωνικές παρεμβάσεις. Οι δήμοι εμφανίζονται συχνά δέσμιοι αυτών των νεοφιλελεύθερων πολιτικών καθώς αυτές προωθούνται τοπικά από ισχυρά συμφέροντα που πιέζουν για τη διοχέτευση των δημόσιων επενδύσεων σε συγκεκριμένου τύπου έργα που μπορούν να έχουν πολύ μεγάλες αποδόσεις. Το ζήσαμε στους Ολυμπιακούς Αγώνες και το βλέπουμε σε ό,τι επιχειρείται στο Ελληνικό. Οι μεγάλες επενδύσεις και τα εμβληματικά έργα αποτελούν την προβολή ενός συγκεκριμένου τρόπου τού να βλέπει κανείς την πόλη. Μέσα από τις αξίες και τα θέλω των κυρίαρχων και όχι από τις κοινωνικές ανάγκες των από κάτω.

Ταυτόχρονα η κοινωνική καταστροφή που προκαλεί η λιτότητα δεν μπορεί να καλυφθεί από αποσπασματικές, φιλανθρωπικού τύπου δράσεις. Βλέπουμε και στην Αθήνα ότι τον ρόλο του δημοσίου, τόσο στην κοινωνική πολιτική όσο και στον πολιτισμό ή τις αστικές παρεμβάσεις, τον αναλαμβάνουν ιδρύματα. Πρόκειται για μια διαδικασία προβληματική, αφενός όσον αφορά τη δυνατότητα ο Δήμος να έχει τον δικό του σχεδιασμό και αφετέρου όσον αφορά την εξάρτησή του από τον σχεδιασμό άλλων.

Γνωρίζουμε το πώς προωθούνται και επικρατούν τα συγκεκριμένα «μοντέλα ανάπτυξης» για την ανάκαμψη της οικονομίας μέσα από κέντρα συμφερόντων τα οποία προωθούν την απορρύθμιση της οικονομικής δραστηριότητας και της εργασίας, τη συγκέντρωση του κεφαλαίου, την ιδιωτικοποίηση και την αποδυνάμωση του ρυθμιστικού και αναπτυξιακού ρόλου του δημοσίου. Τέτοια «κοστούμια» μεταφέρονται και στο επίπεδο της πόλης και έχουν καθοριστικές προεκτάσεις και επιδράσεις στην τοπική οικονομία, την προώθηση συγκεκριμένων έργων (π.χ. μεγάλα οδικά έργα, εμπορικά κέντρα) και συγκεκριμένων μοντέλων τουρισμού και υπηρεσιών, αλλά και στην ιεράρχηση των προτεραιοτήτων του δημοσίου, με σαφή ταξικό χαρακτήρα που αποσκοπεί στην αποκατάσταση της κερδοφορίας συγκεκριμένων οικονομικών παικτών σε βάρος της πλειονότητας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και των εργαζομένων.

Για να σπάσει η ηγεμονία και το φαντασιακό αυτού του μοντέλου και να πιστέψει ο κόσμος ότι υπάρχουν εναλλακτικές, θέλει πολλή δουλειά, που θα βασίζεται και σε συγκεκριμένες εφαρμογές και πρακτικές στο τοπικό επίπεδο. Αυτό είναι μέρος της δουλειάς που έχει να κάνει ένας αριστερός δήμος.

 Δ.Σ.-Χ.Κ.: Απέναντι λοιπόν στον μονόδρομο της πολιτικής λιτότητας και σε ένα μοντέλο πόλης της εμπορευματοποίησης και του αυταρχισμού, υπάρχει εναλλακτική πολιτική και τι μπορεί να κάνει ο Δήμος; Απέναντι σε μια πόλη διαιρέσεων και αυξανόμενης ανισότητας, πώς υλοποιείται το όραμα για μια δίκαιη, περιεκτική και βιώσιμη πόλη;

Γ.Σ.: Έχουμε καταθέσει ένα πρόγραμμα με στόχο να κάνουμε την Αθήνα πόλη της αλληλεγγύης, με ποιότητα ζωής, πόλη του πολιτισμού, πρότυπο οργάνωσης απέναντι στην κρίση. Κυρίως όμως να κάνουμε την Αθήνα πόλη της δημοκρατίας, ανοιχτή πόλη για όλους. Όλα αυτά όμως έχουν ως προϋπόθεση να ξανακάνουμε τον Δήμο εγγυητή του δημόσιου και κοινού συμφέροντος, να ανακτήσουμε την αξιοπιστία του θεσμού. Μπορούμε να τα καταφέρουμε μέσα από μια άλλη λογική για τον ρόλο και τις αρμοδιότητες της διοίκησης, και μια διαφορετική ιεράρχηση στην κατανομή των πόρων.

Απέναντι στη λογική της «προστιθέμενης αξίας» των μεγάλων επενδύσεων, η συνολική και όχι επιλεκτική βελτίωση των συνθηκών ζωής και των δημόσιων χώρων στις γειτονιές μας κατευθύνει στο να δώσουμε πραγματική «αξία» στις ζωές και τις ανάγκες των κατοίκων. Απέναντι στην ιδιωτικοποίηση και τη συγκέντρωση του κεφαλαίου, η προώθηση και στήριξη ενός πιο δίκαιου παραγωγικού και οικονομικού μοντέλου, αξιοποιώντας το ανθρώπινο δυναμικό της πόλης. Τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα που διαχέεται και δίνει ζωντάνια σε όλες τις γειτονιές, τα ανεκμετάλλευτα κτίρια και τους δημόσιους χώρους. Σε αυτό το σχέδιο, η κοινωνική οικονομία και οι συνεταιρισμοί αποτελούν κεντρικό άξονα για ένα μοντέλο συλλογικής οργάνωσης της οικονομίας και της επιχειρηματικότητας, που είναι απολύτως ανταγωνιστικό με το προωθούμενο νεοφιλελεύθερο μοντέλο, στον βαθμό που αναπτύσσει δραστηριότητες που αποσπά από το πεδίο του κέρδους.

Απέναντι στον αυταρχισμό και τον φασισμό προβάλλουμε την ανάγκη για την ενίσχυση των δικαιωμάτων, την υποστήριξη, την αλληλεγγύη, τη συμμετοχή και τον πολιτισμό. Η αστυνομοκρατία και η βία αναπαράγουν τον φόβο και τον αποκλεισμό. Ο Δήμος πρέπει να γίνει ανάχωμα στον φασισμό, με καθημερινή μάχη για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και τη δημοκρατία, με πόλεμο ενάντια στον ρατσισμό, τον ακροδεξιό λαϊκισμό και την ξενοφοβία.

Για εμάς τα παραπάνω, οι δημιουργικές δυνάμεις, η κοινωνική επιχειρηματικότητα, ο πολιτισμός δεν είναι απλώς λέξεις-στόχοι για ένα απροσδιόριστο μέλλον, αφορούν τον πειραματισμό και την εφαρμογή εναλλακτικών προτάσεων στο σήμερα. Αφορούν την ενίσχυση του αισθήματος του ανήκειν στους πολίτες για τη δημιουργία κοινών εγχειρημάτων και αντιλήψεων. Κι εδώ θα κριθεί ο ρόλος του Δήμου, αν θα καταφέρει να υποστηρίξει και να ενισχύσει αυτά τα εγχειρήματα και αν θα καταφέρει να αποτελέσουν ένα εναλλακτικό μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης και δημιουργίας θέσεων εργασίας με αξιοπρεπείς εργασιακές σχέσεις.

 Δ.Σ.-Χ.Κ.: Γίνεται μια κάποια συζήτηση για τον «μητροπολιτικό δήμο» και την ανάγκη διασύνδεσης των διαφορετικών επιπέδων διοίκησης, αλλά και τη μετάβαση σε άλλα μοντέλα αστικής διακυβέρνησης. Ποιες οι απαραίτητες συνεργασίες και συνέργειες που χρειάζεται να αναπτύξει μια δημοτική αρχή, και πώς θα υλοποιήσετε το πρόταγμα για συμμετοχή και άμεση δημοκρατία;

Γ.Σ.: Οι γιγάντιοι θεσμοί δεν εξασφαλίζουν τίποτε de facto – αντίθετα απειλούν να απομακρύνουν περισσότερο τους πολίτες από τις αποφάσεις. Η διασύνδεση των διαφορετικών θεσμών και επιπέδων διοίκησης, ιδιαίτερα σε υπερτοπικές λειτουργίες όπως τα σκουπίδια, οι συγκοινωνίες, η ρύπανση, είναι απαραίτητη χωρίς όμως τη θεσμοθέτηση ενός υπερσυγκεντρωτικού «δήμου» που δεν έχει καμία ιστορικότητα, αναγκαία για να ταυτιστούν πολιτικά οι κάτοικοι της πόλης. Οι όποιες υπερτοπικές λειτουργίες μπορούν να υλοποιούνται μέσα από τη διαδημοτική συνεργασία και την αιρετή περιφέρεια. Πέρα από τεχνικές-διοικητικές «βέλτιστες» συνταγές, απάντηση στα προβλήματα της μητρόπολης μπορεί να είναι μόνο το «δημοκρατία σε κάθε επίπεδο». Εξάλλου, η μορφή κάθε θεσμού δεν εξασφαλίζει την όποια δημοκρατική λειτουργία του – μόνο ρήτρες κοινωνικού ελέγχου και συμμετοχής μπορούν να το εγγυηθούν αυτό.

Στο δημοτικό συμβούλιο, σαν διοίκηση ή σαν αντιπολίτευση, θα δουλέψουμε για να αναζωογονηθεί η ισότιμη συνεργασία των Δήμων στα θεσμικά όργανα της αυτοδιοίκησης που απαξίωσαν οι επιλογές των «5» δημάρχων υπό τους Καμίνη-Μπουτάρη, αλλά και η αποικιοκρατική πολιτική του μνημονίου στους Ο.Τ.Α. Ενώ παράλληλα θα εργαστούμε για τη συγκρότηση ενός δικτύου δήμων, περιφερειών και δημοτικών σχημάτων στην Ελλάδα και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, για να ενισχύσουμε τον ενεργητικό ρόλο της τοπικής αυτοδιοίκησης απέναντι στις επιλογές της κυβέρνησης και της Ε.Ε. και να μην παραμένει ένας απλός εκτελεστής.

Έχουμε πολλή δουλειά, αλλά έχουμε και επαρκή γνώση: Θα αξιοποιήσουμε την πλούσια διεθνή εμπειρία σε θέματα κοινωνικής οικονομίας, συνεταιρισμών, δημοκρατικών θεσμών και εργαλείων συμμετοχής. Η συμμετοχικές διαδικασίες πρέπει να πάρουν χαρακτήρα χειραφετικό, αλλά και να αποτελέσουν τη βάση για τη συνεχή βελτίωση και επέκταση της πολιτικής του Δήμου και για την κατά περίπτωση «διόρθωση» της πολιτικής ανάλογα με τις ανάγκες των κατοίκων.