Η Κυψέλη είναι μία από τις παλαιότερες, ιστορικότερες και περισσότερο πυκνοκατοικημένες συνοικίες της Αθήνας. Οριοθετείται δυτικά από την οδό Πατησίων, νότια από το Πεδίον του Άρεως, ανατολικά από τα Τουρκοβούνια και βόρεια από τον δήμο Γαλατσίου. Επεκτάσεις της αρχικής συνοικίας της Κυψέλης αποτελούν, η Νέα Κυψέλη που εκτείνεται έως την συνοικία Γκύζη, και βορειότερα  η Άνω Κυψέλη, η οποία εκτείνεται έως το Αττικό Άλσος, τον οικισμό Γ. Παπανδρέου και τον δήμο Γαλατσίου.

Η Κυψέλη κατά τον 19ο αιώνα αποτελούσε αγροτικό περίχωρο της Αθήνας, όπως τα Πατήσια, οι Αμπελόκηποι, τα Σεπόλια, η Κολοκυνθού. Με την αναπτυξιακή δυναμική και την επέκταση του άξονα της οδού Πατησίων, σε συνδυασμό με τη σταδιακή επέκταση του σχεδίου πόλης, τη χάραξη της λεωφόρου Αλεξάνδρας και τα έργα αποξήρανσης των ρεμάτων και των χειμάρρων της περιοχής, διαμορφώνεται σιγά σιγά ο αστικός ιστός της Κυψέλης. Στις αρχές του 20ου αιώνα, η εισροή πληθυσμού από την ύπαιθρο στην Αθήνα και στη συνέχεια, η έλευση των μικρασιατών προσφύγων ενισχύει την τάση αστικοποίησης της περιοχής.

Ο άξονας της οδού Πατησίων, ήδη από τις αρχές του αιώνα αποτελεί περιοχή κατοικίας μεγαλοαστών της εποχής, με αρχοντικές εκλεκτικιστικές και νεοκλασικές κατοικίες σε όλο το μήκος της από το Πολυτεχνείο μέχρι την πλατεία Αμερικής. Ειδικά η Κυψέλη, πριν το ’30, διατηρεί ακόμα έναν αραιά δομημένο ιστό, με εξοχικό χαρακτήρα, αστικές μονοκατοικίες, κήπους και περιβόλια. Από το μεσοπόλεμο και μετά, προσελκύει κυρίως μια εύπορη μεσαία αστική τάξη, παράλληλα με έντονη την παρουσία και της ανώτερης οικονομικής και πνευματικής τάξης της Αθήνας, με διάσημες οικογένειες της εποχής να κατοικούν εκεί.

Την ίδια εποχή, τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα εγκαθίστανται στις περιοχές βόρεια της Φωκίωνος Νέγρη και ανατολικά της οδού Σπετσών, βόρεια δηλαδή του ρέματος Λεβίδη – που έρεε τότε στο ίχνος του πεζοδρόμου της Φωκίωνος Νέγρη – το οποίο ξεκινούσε από τους πρόποδες των Τουρκοβουνίων και χώριζε την συνοικία της Κυψέλης από τους αγρούς της σημερινής Άνω Κυψέλης και των Άνω Πατήσιων.

Η Κυψέλη αναπτύσσεται οικιστικά ιδιαίτερα τη δεκαετία του ’30, με την κατασκευή μονοκατοικιών με εσωτερικές αυλές, αλλά και των πρώτων σύγχρονων πολυκατοικιών της Αθήνας, όπως στην περιοχή του Κολωνακίου, με σύγχρονες επιρροές, όπως το Bauhaus και η Art Nouveau. Την εποχή αυτή γίνεται ο εξωραϊσμός του ρέματος Λεβίδη και η οδός Φωκίωνος Νέγρη διαμορφώνεται σε «πράσινη λεωφόρο», σε έναν γραμμικό κήπο με τρεχούμενα νερά, φυτεύσεις και γλυπτά, ενώ στην παρακείμενη οδό κατασκευάζεται η Δημοτική Αγορά της Κυψέλης, ένα εξαιρετικό δείγμα δημόσιου κτιρίου μοντέρνας αρχιτεκτονικής, με χαρακτηριστικά δανεισμένα από τον νεοκλασικισμό. Η Κυψέλη γίνεται στέκι για τις παρέες διανοούμενων, ποιητών και συγγραφέων της «γενιάς του ’30», και το 1938 ο Γκάτσος και ο Ελύτης «ιδρύουν» το πρώτο φιλολογικό καφενείο της γενιάς τους, το «Ηραίον», στη διασταύρωση των οδών Αγίου Μελετίου και Πατησίων, όπου σύχναζαν ο Eλύτης, ο Kαραντώνης, ο Σαραντάρης, ο Εγγονόποuλος, ο Εμπειρίκος.

Τις επόμενες δεκαετίες (1950-60), η Κυψέλη είναι στην ακμή της και οικοδομείται εντατικά, με το σύστημα πλέον της αντιπαροχής. Οι πολυκατοικίες που παράγονται απευθύνονται κυρίως στην αστική τάξη, με διαμερίσματά ευρύχωρα που παρέχουν όλες τις σύγχρονες ανέσεις. Η συνοικία της Κυψέλης έχει κάποια βασικά πλεονεκτήματα για την ανάπτυξη της ως αστικής γειτονιάς: είναι στο κέντρο της πόλης, αλλά γειτνιάζει με το Πεδίο του Άρεως, ένα σημαντικό πνεύμονα πρασίνου της πόλης είναι πάνω στην κεντρική και αναπτυσσόμενη εμπορικά οδό Πατησίων διαθέτει την δενδρόφυτη οδό Φωκίωνος Νέγρη ως κεντρικό δρόμο, η οποία αρχίζει από την οδό Πατησίων και τερματίζει στην πλατεία Κυψέλης και λειτουργεί ως διαμήκης πολυλειτουργικός άξονας της περιοχής.

Η Κυψέλη είναι η αθηναϊκή γειτονιά η οποία ταυτίζεται το μεταπολεμικό «νεοελληνικό θαύμα» και αποκτά απερίγραπτη αίγλη, γίνεται διάσημη για τη νυχτερινή ζωή της, με θέατρα, κινηματογράφους, ζαχαροπλαστεία, εστιατόρια και νυχτερινά κέντρα, ενώ ειδικότερα η Φωκίωνος Νέγρη επενδύεται εμβληματικά με το μύθο του «μποέμ» δρόμου της Αθηναϊκής νύχτας. Η πραγματική Φωκίωνος Νέγρη αποτελεί ένα σημείο αναφοράς για το εγχώριο καλλιτεχνικό στερέωμα της εποχής και ένα κοσμικό κέντρο της αστικής κοινωνίας της Αθήνας, συγκεντρώνοντας καλλιτέχνες του κινηματογράφου και του θεάτρου στα ζαχαροπλαστεία και τα βραδινά κέντρα της. Τα εμπορικά της καταστήματα απλώνονται στους κεντρικούς της δρόμους γύρω από την πλατεία Κυψέλης, την οδό Πατησίων, την οδό Κυψέλης, την οδό Ι. Δροσοπούλου, τη Φωκίωνος Νέγρη, την πλατεία Αγ. Γεωργίου, την οδό Αγίου Μελετίου και την γειτονική πλατεία Αμερικής.

Τη δεκαετία του ’70, η αδιάκοπη συνέχιση της οικοδομικής δραστηριότητας ολοκληρώνει την κορεσμένη εικόνα της γειτονιάς και η αίγλη της σταδιακά υποχωρεί. Σήμερα είναι μία από τις περισσότερο προβληματικές γειτονιές του Δήμου Αθηναίων, με αναλογία πρασίνου περίπου 1 τ.μ ανά κάτοικο, με υψηλές πυκνότητες, ρύπανση, προβλήματα κυκλοφορίας και στάθμευσης, ελάχιστους ελεύθερους χώρους και ανεπαρκείς υποδομές. Σε συνέπεια της υποβάθμισης και της απαξίωσης του αστικού χώρου, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’70, μέρος του μεσοαστικού πληθυσμού της Κυψέλης μετακινείται προς τα προάστια της Αθήνας, αναζητώντας καλύτερες συνθήκες διαβίωσης. Ταυτόχρονα, ξεκινά η πτώση των αξιών των ακινήτων που κατά το πρώτο μεταναστευτικό κύμα λειτουργεί ελκυστικά για την εγκατάσταση νέων κατοίκων.

Η δεκαετία του ’90 αποτελεί νέα τομή για την Κυψέλη, που εκφράζεται τόσο στα πληθυσμιακά και δημογραφικά χαρακτηριστικά που σημειώνουν άνοδο, όσο και στον αστικό ιστό της γειτονιάς, που αναβιώνει με την εγκατάσταση μεταναστών. Σήμερα η Κυψέλη συγκεντρώνει ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά μεταναστευτικού πληθυσμού και λόγω της μεγάλης ποικιλίας εθνοτήτων η παρουσία τους γίνεται ιδιαίτερα αισθητή στο δημόσιο και ιδιωτικό χώρο, με την ύπαρξη πολλών εμπορικών καταστημάτων, δικτύων εθνοτικού εμπορίου κ.λπ. Είναι σημαντικό πως, το κέντρο της Κυψέλης έχει διατηρήσει τον εμπορικό του χαρακτήρα, παρά την οικονομική κρίση, όπως η πλατεία Κυψέλης, η οδός Πατησίων και η  πεζοδρομημένοι οδοί Φωκίωνος Νέγρη και Αγίας Ζώνης.

Στην περιοχή, υπάρχουν εκατοντάδες αξιόλογα κτίρια, μάρτυρες των διαφόρων περιόδων οικιστικής εξέλιξης της συνοικίας και κάποια από αυτά είναι διατηρητέα, άλλα είναι ήδη αποκατεστημένα και πολλά εγκαταλελειμμένα στη φθορά του χρόνου και την αδυναμία συντήρησης από τους ιδιοκτήτες τους. Κάποια σημαντικά από αυτά είναι: η έπαυλη του ναυάρχου Malcolm (Άσυλο Ανιάτων) που αποτελεί ένα από τα πρώτα δείγματα νεοκλασικής αρχιτεκτονικής στην Αθήνα, κτισμένο από τους αρχιτέκτονες Κλεάνθη και Σάουμπερτ˙ η πολυκατοικία Λαναρά, επί των οδών Φωκίωνος Νέγρη και Επτανήσου, που αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα του μοντέρνου μεσοπολεμικού κινήματος˙ το τετραώροφο αρχοντικό Μεταξάτου στη συμβολή της οδού Λέλας Καραγιάννη και Δροσοπούλου, κληροδότημα στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και τη Σχολή Καλών Τεχνών, που φιλοξένησε την Κατάληψη «Λέλας Καραγιάννη 37», τη μακροβιότερη κατάληψη στην Αθήνα, που έληξε το 2013 μετά από 25 χρόνια˙ο ναός της Αγίας ζώνης και ο ναός του Αγ. Γεωργίου, που αγιογραφήθηκε από κορυφαίους Ελληνες ζωγράφους όπως ο Κόντογλου, κ.ά.˙ πολλές εκλεκτικιστικές κατοικίες και νεοκλασικά, αλλά και μοντερνιστικές πολυκατοικίες εξαιρετικής αρχιτεκτονικής αξίας.

Ένα από τα σημαντικά αξιοθέατα της Φωκίωνος Νέγρη είναι και η Δημοτική Αγορά της Κυψέλης. Κτισμένη το 1935, επί Δημαρχίας Κοτζιά, αποτελεί δείγμα ενός ισόρροπου μοντερνισμού του Μεσοπολέμου και ήταν για δεκαετίες ένα δημόσιο κτίριο συνοικιακής κλίμακας, μια κυψέλη εμπορικής δραστηριότητας, ένας χώρος κοινωνικής επαφής και συνάντησης των περιοίκων. Σήμερα, η Δημοτική Αγορά της Κυψέλης έχει κηρυχθεί διατηρητέο κτίριο, όσο αφορά στις εξωτερικές όψεις του, μετά από αγώνα των κατοίκων, όταν πριν από κάποια χρόνια (2005) ο Δήμος Αθηναίων επεδίωξε την κατεδάφισή του, προκειμένου για την ανέγερση νέου κτιρίου γραφείων, εμπορικού κέντρου και υπογείου γκαράζ. Οι κάτοικοι της Κυψέλης αφού κατάφεραν να ακυρώσουν τα σχέδια του Δήμου, κατέλαβαν με πρωτοβουλία τους το δημόσιο κτίριο που παρέμενε κλειστό και το απέδωσαν στη συνοικία, θέτοντας σε λειτουργία έναν αυτοδιαχειριζόμενο, ανοιχτό χώρο πολιτισμού για τη συνοικία, με πλήθος δραστηριοτήτων: εκθέσεις, συζητήσεις, συναυλίες, παραστάσεις, λογοτεχνικές βραδιές, προβολές ταινιών, αγορά βιοκαλλιεργητών, μαθήματα ελληνικών σε μετανάστες από το Ανοιχτό Σχολείο της Αγοράς, κ.ά. Μετά από περίπου 6 χρόνια επιτυχημένης λειτουργίας, η κατάληψη τερματίστηκε βίαια, με αποτέλεσμα το κτίριο να ερημώσει ξανά και να βρεθεί έρμαιο στις επιδιώξεις του Δήμου, που ήδη προωθεί νέα σχέδια για την μετατροπή του σε εμπορικό κέντρο.

Η Άνω Κυψέλη είναι η γειτονιά ανατολικά της Κυψέλης, η οποία δημιουργήθηκε ως επέκταση της αρχικής συνοικίας την εποχή της ραγδαίας αστικοποίησης του χώρου, και η οποία εκτείνεται έως το Αττικό Άλσος, τον οικισμό Γ. Παπανδρέου και τον δήμο Γαλατσίου. Την χαρακτηρίζουν οι βραχώδεις σχηματισμοί των Τουρκοβουνίων, στις δυτικές παρυφές, συνθέτοντας μια σπάνια εικόνα για αστική περιοχή, με πολύ έντονο ανάγλυφο και με το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ότι αποτελεί ίσως την πιο πυκνοδομημένη και πυκνοκατοικημένη περιοχή της Αθήνας.

Η Άνω Κυψέλη είναι μια ιδιαίτερα επιβαρυμένη περιοχή, με ανύπαρκτους ελεύθερους χώρους. Η έκταση που απέμεινε από την λατόμευση των βραχωδών σχηματισμών, στο χώρο του παλιού λατομείου που λειτουργούσε στην περιοχή, αποτελεί σήμερα έναν από τους τελευταίους ελεύθερους χώρους της Κυψέλης, όπου υπάρχει και το μοναδικό γήπεδο μπάσκετ για την άθληση της νεολαίας της συνοικίας. Είναι ο χώρος που περικλείεται από τις οδούς Αρκεσίνης – Αντιόπης – Κομ. Άρτης – Γανυμήδου και ο οποίος έχει χαρακτηριστεί ως χώρος κοινοχρήστου πρασίνου, σύμφωνα με το εγκεκριμένο Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο. Παράλληλα, ο Δήμος Αθηναίων είχε προχωρήσει παλαιότερα σε εκπόνηση μελέτης ανάπλασης της περιοχής, η οποία δεν εφαρμόστηκε.

Αντιθέτως, τα τελευταία χρόνια 10 χρόνια επιχειρήθηκε η περαιτέρω αλλοίωση του τοπίου και καταστροφή του εναπομείναντος φυσικού αναγλύφου, αφού οι υπηρεσίες οδοποιίας και πολεοδομίας του Δήμου Αθηναίων ενέκριναν την ανοικοδόμηση πολυκατοικιών στην κορυφή του λόφου, καθώς και τη διάνοιξη των οδών Αντιόπης και Ακάστου, με εργασίες εκβραχισμού από ιδιώτες. Ομάδες κατοίκων και σύλλογοι της Κυψέλης διαμαρτυρήθηκαν στους αρμόδιους φορείς για τις παρεμβάσεις που επιχειρήθηκαν, διεκδικώντας την ανάπλαση του χώρου του λατομείου, ως ελεύθερου χώρου πρασίνου και την ανάδειξη της περιοχής με σύγχρονο πολεοδομικό σχεδιασμό και μείωση των ισχυόντων όρων δόμησης, επισημαίνοντας ότι η περιοχή αποτελεί δημόσια αναδασωτέα έκταση σύμφωνα με τον Νόμο. Με τον αγώνα τους κατάφεραν να ανακληθεί η άδεια διάνοιξης και να ακυρώσουν την απόφαση.

Επιπλέον, ένας ακόμα σημαντικός ελεύθερος χώρος της Άνω Κυψέλης, το πάρκο – περίβολος του Αγίου Αθανασίου που ανήκει στο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας, μεταξύ των οδών Κρίσσης, Ερατούς, Πυθίας και Κοτυλαίου, έκτασης 5,5 στρεμμάτων, το οποίο διαθέτει 150 μεγάλα δένδρα – κυπαρίσσια, πεύκα και ελιές – κινδυνεύει να καλυφθεί πλήρως από ένα μεγάλο εμπορικό κέντρο συνολικής επιφάνειας 40.000 τετραγωνικών, με καταστήματα, κατοικίες και υπόγειους χώρους στάθμευσης.

Οι περίοικοι το 2005 είχαν ξεσηκωθεί αναγκάζοντας το δημοτικό και το νομαρχιακό συμβούλιο να αποφασίσουν ομόφωνα για τη διάσωση του χώρου πράσινου, όπως άλλωστε προβλέπει και το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο (ΓΠΣ) της περιοχής. Το πρόβλημα όμως έγκειται στο ότι το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας, το οποίο είχε αποφάσισε να προχωρήσει στην αξιοποίηση του ακινήτου με το σύστημα της αντιπαροχής, μετά τις κινητοποιήσεις των κατοίκων, συμφώνησε μεν να κάνει ανταλλαγή με άλλο ακίνητο του Δήμου Αθηναίων, η διαδικασία όμως, μέχρι τώρα δεν έχει ολοκληρωθεί. Έτσι, παρ’ ότι η κινητοποίηση σταμάτησε προς το παρόν τα καταστροφικά σχέδια, οι κάτοικοι της Κυψέλης συνεχίζουν να κινητοποιούνται, εκφράζοντας την αγωνία τους για τη διατήρηση της μοναδικής «όασης» της γειτονιάς, που γειτνιάζει άμεσα με τα σχολικά συγκροτήματα και όπου τα παιδιά βρίσκουν καταφύγιο τον ελεύθερο χρόνο τους.