Η περιοχή γύρω από το αρχαιολογικό Μουσείο, αποτελεί μια γειτονιά που ανήκει στην ευρύτερη συνοικία των Εξαρχείων και πιο συγκεκριμένα περιλαμβάνει μια μικρή περιοχή κατοικίας από τη λεωφόρο Αλεξάνδρας έως την οδό Τοσίτσα, και από τις οδό Σπύρου Τρικούπη έως την οδό Πατησίων. Η κεντρική είσοδος του Αρχαιολογικού Μουσείου βρίσκεται επί της οδού Πατησίων, δίπλα από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο.

Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας είναι ένα νεοκλασικό κτίριο, το οποίο κατασκευάζεται έπειτα από πολλές ατυχείς προσπάθειες και έναν ματαιωμένο διεθνή αρχιτεκτονικό διαγωνισμό στο οικόπεδο δωρεάς της Ελένης Τοσίτσα. Η κατασκευή του ξεκίνησε το 1866 και ολοκληρώθηκε το 1889. Χρησιμοποιήθηκαν τα σχέδια της μελέτης του Λάνγκε που αφορούσαν σε άλλη τοποθεσία, τροποποιημένα από τον Π. Κάλκο και στη συνέχεια τον Α. Βλάχο, αλλά η τελική μορφή δόθηκε κατά την επίβλεψη της κατασκευής από τον Έρνεστο Τσίλλερ. Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, που το μουσείο σταμάτησε να λειτουργεί, σωτήριο για τα εκθέματα του μουσείου, αποδείχθηκε το γεγονός ότι οι υπάλληλοι εγκιβώτισαν στο έδαφος και το δάπεδο του μουσείου τα αρχαία ευρήματα, με σκοπό την διαφύλαξή τους από τη λεηλασία του κατακτητή.

Το κτήριο έχει υποστεί αρκετές μεταγενέστερες επεκτάσεις, που ήταν αναγκαίες ώστε να στεγάσουν την ταχεία αναπτυσσόμενη συλλογή του μουσείου. Η πιο πρόσφατη ανακαίνιση περιελάμβανε την αισθητική και τεχνική αναβάθμιση του κτηρίου, την εγκατάσταση σύγχρονου κλιματισμού, καθώς και αναδιοργάνωση των συλλογών και επιδιόρθωση των ζημιών από το σεισμό του 1999. Σήμερα υπάρχει εκ νέου ανάγκη επέκτασης του μουσείου. Η νότια πτέρυγα του μουσείου στεγάζει το Επιγραφικό Μουσείο, που διαθέτει την πλουσιότερη συλλογή επιγραφών παγκοσμίως. Το μουσείο αυτό δημιουργήθηκε κατά τα έτη 1953 – 1960 σε σχέδια του αρχιτέκτονα Πάτροκλου Καραντινού.

Ο πεζόδρομος της Τοσίτσα, ανάμεσα στο Αρχαιολογικό Μουσείο και το ΕΜΠ είναι ένας σημαντικός αστικός χώρος με χαρακτήρα πολιτιστικού περιπάτου και αναψυχής, που δυστυχώς εδώ και πολλά χρόνια σημαδεύεται από την καθημερινή διακίνηση και το εμπόριο ναρκωτικών ουσιών και γενικότερα ως χώρος συγκέντρωσης τοξικοεξαρτημένων και αστέγων. Η ένταση του φαινομένου γκετοποίησης του πεζοδρομημένου τμήματος της οδού Τοσίτσας κυμαίνεται ανάλογα με τα ανεξήγητα σχέδια μετακίνησης της πιάτσας των ναρκωτικών, σε διάφορα σημεία του κέντρου της πόλης. Σήμερα, η Τοσίτσα είναι στην πραγματικότητα «ελεύθερη» από την πιάτσα, με δεδομένο όμως ότι αυτό μπορεί να είναι προσωρινό, δεν έχει ενταχθεί στην καθημερινότητα μετακίνησης των δημοτών γιατί εξακολουθεί να θεωρείται χώρος επικίνδυνος, ιδιαίτερα κατά τις νυχτερινές ώρες. Η γειτονιά του Μουσείου συγκροτείται με αστικές πολυκατοικίες για τα ανώτερα στρώματα, στις δεκαετίες του ’50 και του ’60. Σταδιακά, κι ενώ οι συνθήκες για την κατοικία υποβαθμίζονταν, οι χαμηλότεροι όροφοι άρχισαν να φιλοξενούν επαγγελματικές χρήσεις (γραφεία), ενώ υποχώρησε το εμπόριο γειτονιάς, κάτι που εντείνεται ακόμα περισσότερο τα τελευταία χρόνια λόγω της οικονομικής κρίσης.

Το άλσος του Πεδίου του Άρεως σχεδιάστηκε το 1934 με σκοπό να τιμηθούν οι Ήρωες της Επανάστασης του 1821 και είναι διακοσμημένο με μαρμάρινες προτομές ηρώων κατά μήκος του κεντρικού περιπάτου. Έχοντας έκταση 277 στρεμμάτων, μαζί με το λόφο Φινόπουλου – στα όρια με την συνοικία του Γκύζη, είναι το μεγαλύτερο πάρκο της Αθήνας. Περικλείεται από τις οδούς Μαυρομματαίων, Ευελπίδων, Πριγκηποννήσων, Κυπριανού, Βαλτινών, Μπούσγου και τη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Ως ομώνυμη συνοικία νοείται η μικρή περιοχή που περικλείεται από τη λεωφόρο Αλεξάνδρας και τις οδούς Π. Καλλιγά, Ευελπίδων και Πατησίων, η οποία συνορεύει με τις συνοικίες του Γκύζη, τη Νεάπολη, την Κυψέλη, το Πολύγωνο και τη Βικτώρια.

Ο χώρος του πεδίου του Άρεως που από την εποχή του Όθωνα, μαζί με τον περίπατο της οδού Πατησίων, ήταν ο κύριος τόπος αναψυχής των Αθηναίων, παραχωρήθηκε το 1927 στην “Επιτροπή Δημοσίων Κήπων και Δενδροστοιχιών Αθηνών” με σκοπό τη μετατροπή του σε άλσος. Οι εργασίες δενδροφύτευσης και ανάπλασης άρχισαν κάποια χρόνια μετά, το 1935 και συνεχίσθηκαν μέχρι την αρχή του πολέμου. Στη κεντρική πλατεία του άλσους τοποθετήθηκε συντριβάνι και φυτεύτηκαν διάφορα μεσογειακά φυτά.

Στην κεντρική είσοδο του άλσους, βρίσκεται ο έφιππος ανδριάντας του Βασιλιά Κωνσταντίνου Α’ και στην πλευρά επί της λεωφόρου Αλεξάνδρας υπάρχει το άγαλμα της Αθηνάς, μνημείο των πεσόντων Άγγλων, Αυστραλών και Νεοζηλανδών. Φυσική συνέχεια του Πεδίου του Άρεως αποτελεί η πλατεία Πρωτομαγιάς, πάνω από τη γέφυρα της οδού Μουστοξύδη, με εμβαδόν περίπου 25 στρεμμάτων. Επί της πλατείας, βρίσκονται οι εγκαταστάσεις της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού και επί της οδού Ευελπίδων, η πρώην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων – σημερινό Πρωτοδικείο Αθηνών. Στην πλευρά της οδού Μαυρομματαίων, βρίσκονται οι αθλητικές εγκαταστάσεις του Πανελληνίου Αθλητικού Συλλόγου. Μέσα στο πάρκο υπάρχουν επίσης δύο ναοί, μια παιδική χαρά και το ανοιχτό αμφιθέατρο “Αλίκη”, που χρησιμοποιείται ενίοτε για παραστάσεις, εκδηλώσεις ή συναυλίες. Επίσης στο χώρο αυτού βρίσκεται, ερειπωμένο πλέον, ό,τι απέμεινε (η καφετέρια) από ένα απ’ τα ιστορικότερα – από το 1935 – αναψυκτήρια της Αθήνας, το Green Park, που σταμάτησε να λειτουργεί οριστικά το 2008.

Σήμερα, το Πεδίον του Άρεως αποτελεί έναν ελεύθερο χώρο, τον μεγαλύτερο της πόλης, με ιδιαίτερη ιστορική και κοινωνική σημασία για την Αθήνα. Το έργο της ριζικής ανάπλασης του πάρκου, με πρωτοβουλία της Υπερνομαρχίας Αθηνών, παραδόθηκε στο τέλος του 2010. Οι παρεμβάσεις αφορούν στο σύνολο του χώρου συμπεριλαμβανομένων των υφιστάμενων κτιρίων. Η κεντρική περιοχή του πάρκου περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τον κεντρικό πεζόδρομο με το σιντριβάνι, την υδάτινη διαδρομή με τα πλατάνια, το μνημείο του Ιερού Λόχου, την περιοχή του παλιού ροδώνα και τον προαύλιο χώρο της εκκλησίας των Αγ. Ταξιαρχών.

Στην πραγματικότητα, το έργο έχει υλοποιηθεί με πρόχειρο τρόπο, πολλές κακοτεχνίες και επιπλέον στερείται απαραίτητης διαχείρισης και συντήρησης. Χάριν παραδείγματος αναφέρονται, ο μεγάλος αριθμός υδάτινων διαδρομών που στην πράξη δεν λειτουργούν αποτελώντας ελώδεις περιοχές, τα χωμάτινα μονοπάτια που έχουν ήδη καταστραφεί από καθιζήσεις του εδάφους, πολλά φυτά τα οποία έχουν ήδη πεθάνει. Παρ’ όλα αυτά, το πάρκο παραμένει ένα χαρισματικό τμήμα της πόλης, ένας σχετικά λειτουργικός και ζωντανός δημόσιος χώρος – κατά τη διάρκεια της ημέρας, πλούσιος σε πράσινο και με ενδιαφέρουσες περιπατητικές διαδρομές.

Στις πιέσεις υποβάθμισης του Πεδίου του Άρεως, εκτός από τις αστοχίες της ανάπλασης του πάρκου, περιλαμβάνονται και οι χρονίζουσες πια καταπατήσεις από πλευράς Πανελληνίου Αθλητικού Συλλόγου, που αφορούν αυθαίρετες επεκτάσεις του Συλλόγου (περίπου 6 στρέμματα σε δασική εκτός σχεδίου έκταση του Πάρκου) με νέες αυθαίρετες κατασκευές, οι οποίες παρ’ ότι κηρύχθηκαν κατεδαφιστέες, ουδέποτε απομακρύνθηκαν. Αντ’ αυτού «νομιμοποιήθηκαν» και μάλιστα χωρίς κανένα χρηματικό αντάλλαγμα.

Όμως σήμερα, το σημαντικότερο πρόβλημα του Πεδίου του Άρεως, είναι ότι παρά την ανάπλαση, την περίφραξη και την ιδιωτική αστυνόμευση, το πάρκο χρησιμοποιείται για την δράση κυκλωμάτων εμπορίας ανθρώπων – κυρίως ανηλίκων μεταναστών – και διακίνησης ναρκωτικών ουσιών. Στο πλαίσιο της εντεινόμενης κρίσης, το πάρκο φιλοξενεί επίσης και αστέγους, κι αυτή η δραστηριότητα ήταν η μόνη την οποία πρόσφατα «φρόντισαν» οι αρχές Δήμου και Περιφέρειας να απομακρύνουν.

Η πλατεία Αιγύπτου βρίσκεται στη συμβολή της Πατησίων με τη λεωφόρο Αλεξάνδρας, στο νοτιοανατολικό όριο του πεδίου του Άρεως κοντά στην κεντρική είσοδό του, με νεοκλασικά και μοντερνιστικά κτίρια, επώνυμων αρχιτεκτόνων που απηχούν τον παλαιότερο μεγαλοαστικό χαρακτήρα της περιοχής. Στην πραγματικότητα, η πλατεία δεν λειτούργησε ποτέ ως κοινωνικός χώρος για την καθημερινότητα των περίοικων, ενώ διατήρησε διαμέσου των ετών το υδάτινο στοιχείο, με ένα εκτενές σιντριβάνι να χαρακτηρίζει την πλατεία ως και σήμερα. Κοινωνικό περιεχόμενο δίνει στην πλατεία το κτίριο ορόσημο της ΓΣΕΕ επί της οδού Πατησίων. Η ευρύτερη περιοχή της εισόδου του Πεδίου του Άρεως και της πλατείας Αιγύπτου υπήρξε διαχρονικά χώρος συγκέντρωσης και έκφρασης λαϊκής διαμαρτυρίας. Η κατασκευή μεγάλου υπόγειου χώρου στάθμευσης και η χωροθέτηση της αφετηρίας των ΚΤΕΛ Αττικής στην πλατεία, ενισχύσαν στις μέρες μας την συγκοινωνιακή της σημασία. Πρόσφατα, ο υπερτοπικός ρόλος της ήρθε ξανά στο προσκήνιο, εν όψει της νέας μελέτης ανάπλασης των αξόνων Πανεπιστημίου και Πατησίων, που προβλέπει παράλληλη επέκταση του δικτύου τραμ με τέρμα στην πλατεία Αιγύπτου και την μετατροπή της σε βασικό κόμβο μετεπιβίβασης για τις μεταφορές της πόλης.

Δυτικά του πεδίου του Άρεως, βρίσκεται η πλατεία Βικτωρίας, ανάμεσα στις οδούς Γ’ Σεπτεμβρίου και Αριστοτέλους, στο ύψος της οδού Χέϋδεν, η οποία ξεκινάει από το πεδίο του Άρεως, διακόπτεται από την πλατεία και συνεχίζει προς τα δυτικά μετά την Αριστοτέλους. Η πλατεία Κυριακού μετονομάστηκε σε πλατεία Βικτωρίας προς τιμήν της βασίλισσας της Μεγάλης Βρετανίας Βικτωρίας, χάρις στην οποία, το 1864 παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα, τα Επτάνησα, ως δώρο για την ανάδειξη στον ελληνικό θρόνο του ανιψιού της Πρίγκιπα της Δανίας Γουλιέλμου Γεωργίου. Ο ομώνυμος υπόγειος σταθμός «Βικτώρια» κατασκευάστηκε στη θέση παλαιότερου, επίγειου σταθμού των Σιδηροδρόμων Αττικής και εγκαινιάστηκε το 1948. Από πλευράς κατασκευής ο σταθμός μιμήθηκε σε μεγάλο βαθμό τους σταθμούς του Μετρό του Βερολίνου.

Η γειτονιά της Βικτώριας ορίζεται από τις οδού Γ΄Σεπτεμβρίου, Ιουλιανού, Αχαρνών και Κοδριγκτώνος, ενώ συνορεύει με τις περιοχές Πεδίο Άρεως, Μουσείο, πλατεία Βάθης, σταθμό Λαρίσης, πλατεία Αττικής και πλατεία Αγ. Παντελεήμονα.  Οι οδοί Αριστοτέλους και Γ’ Σεπτεμβρίου, είναι ιστορικοί άξονες της πόλης συνυφασμένοι με την πλατεία Βικτωρίας και την ευρύτερη περιοχή κατοικίας, η οποία αποτελούσε για όλον τον 20ο αιώνα, τόπο διαμονής αστών και αριστοκρατών της Αθήνας. Οι νεοκλασικές κατοικίες, οι πολυκατοικίες του μεσοπολέμου και οι πολυώροφες μεταγενέστερες μοντέρνες πολυκατοικίες αποτελούν αξιόλογο, αν και παλιό, κτηριακό απόθεμα για την περιοχή. Η πλατεία αποτελεί σημαντικό κέντρο γειτονιάς με υπερτοπικό χαρακτήρα, με χρήσεις αναψυχής, και λόγω του σταθμού του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου, είναι σημαντικός κόμβος μετεπιβίβασης.

Το πολυώροφο μέγαρο του ΟΤΕ του αρχιτέκτονα Κ. Κιτσίκη, μεταξύ των οδών Πατησίων και Γ’ Σεπτεμβρίου, αποτελεί ένα από τα πιο γνωστά και χαρακτηριστικά κτίρια της Αθήνας, με τον ψηλό κεντρικό πύργο, να αποτελεί, πέρα από τη χρηστική του αξία, ένα τοπόσημο για την περιοχή.

Σήμερα, τα προβλήματα της περιοχής είναι έντονα και οφείλονται στη γενική υποβάθμιση της πόλης, στην απαξίωση του κτισμένου περιβάλλοντος και τα κοινωνικά προβλήματα που είναι διάχυτα στον ιστό της πόλης, λόγω οικονομικής κρίσης. Η υποβάθμιση της περιοχής κυμάνθηκε ανάλογα με τη δραστηριοποίηση συγκεκριμένων ομάδων του οργανωμένου εγκλήματος, που χρησιμοποίησαν ως ορμητήριο την πλατεία κυρίως στις παραμονές των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, και μετά τις ανάλογες «εκκαθαρίσεις» από την πλατεία Ομονοίας. Με την ένταση της κοινωνικοοικονομικής κρίσης και την ανάπτυξη φασιστικών ομάδων στην περιοχή, η πλατεία Βικτωρίας αποτέλεσε πεδίο σύγκρουσης για το ποιες ομάδες θα επικυριαρχήσουν, και φαινόμενα ρατσιστικής βίας ανάλογα με αυτά που στιγμάτισαν τις περιοχές Αγ. Παντελεήμονα και πλατείας Αττικής, παρουσίασαν και εδώ έξαρση.

Μολονότι τα φαινόμενα αυτά ερμηνεύονται και ως συνέπεια του ευρύτερου φαινομένου της κρίσης και των νέων μορφών αστικής φτώχειας, είναι χαρακτηριστικό ότι η πλατεία Βικτωρίας διατήρησε την ζωντάνια της, τόσο χάρη στις χρήσεις εστίασης και αναψυχής που παραδοσιακά φιλοξενούσε, όσο και χάρη στη λειτουργία του σταθμού μετρό που επιτρέπει στην πλατεία να βιώνεται σχεδόν σε 24ωρη βάση. Τέλος, είναι χαρακτηριστικό ότι σήμερα που οι φασιστικές ομάδες έχουν αποσυρθεί από την «ενεργό» δράση στην περιοχή, η πλατεία ξαναβρήκε τον χαρακτήρα της.

Ανάμεσα στους κατοίκους βρίσκει κανείς θύλακες αντίστασης και αισιοδοξίας σε πείσμα των καιρών, μέσα από πρωτοβουλίες και συλλογικές δράσεις, διεκδικήσεις ελεύθερων χώρων, διαχείριση προβλημάτων γειτονιάς. Γνωστό παράδειγμα στην περιοχή, η κατάληψη της Villa Amalias, στο νεοκλασικό κτίριο επί των οδών Αχαρνών και Χέυδεν, πίσω από την πλατεία Βικτωρίας, που διήρκεσε πάνω από 20 χρόνια, αποτελώντας σύμβολο αμφισβήτησης και αντίστασης με ιδιαίτερα έντονο το αντιεξουσιαστικό-αντιφασιστικό στίγμα. Η κατάληψη ξεκίνησε το ’90 και με το καιρό μετατράπηκε σε ένα «εναλλακτικό πολιτιστικό κέντρο» της ήδη υποβαθμισμένης περιοχής, με συναυλίες, προβολές ντοκιμαντέρ, θεατρικές παραστάσεις και εκθέσεις. Η Villa Amalias είχε όμως και έντονη παρουσία στις εκδηλώσεις της γειτονιάς, συμμετέχοντας ενεργά στην επίλυση προβλημάτων και κυρίως φροντίζοντας και φιλοξενώντας ομάδες μεταναστών που δέχονταν καθημερινά επιθέσεις από τις νεοφασιστικές ομάδες της περιοχής. Το αποτέλεσμα ήταν σύντομα να γίνει και η ίδια στόχος, με αποκορύφωμα την εμπρηστική επίθεση το 2008 που κατέστρεψε ένα μέρος της πρόσοψής του κτιρίου, ενώ το 2012, ειδικές δυνάμεις εκκένωσαν το χώρο, αποτρέποντας και την προσπάθεια ανακατάληψης λίγο καιρό μετά. Η κατάληψη έληξε, και ο Δήμος Αθηναίων ανακοίνωσε πρόσφατα ότι το κτίριο θα λειτουργήσει ξανά ως σχολείο, αφού μέχρι τη μεταπολίτευση στέγαζε το δεύτερο γυμνάσιο αρρένων.