Άγιος Παντελεήμονας
Η γειτονιά του Αγίου Παντελεήμονα βρίσκεται βόρεια της πλατείας Βικτωρίας, ανάμεσα στον Άγιο Νικόλαο, την Κυψέλη και την πλατεία Αττικής. Ο ομώνυμος και σημαντικός ναός της Αθήνας, με την πλατεία – προαύλιο χώρο του ναού αποτελεί το κέντρο της γειτονιάς και βρίσκεται επί της οδού Αχαρνών. Στην περιοχή, κυρίαρχη χρήση είναι η κατοικία, με εμπορικές χρήσεις στα ισόγεια των κτιρίων και ιδιαίτερα αυξημένη συγκέντρωση στον άξονα της οδού Αχαρνών, η οποία παρουσιάζει έντονο χαρακτήρα πολυλειτουργικότητας. Η περιοχή χαρακτηρίζεται από το παλιό κτιριακό απόθεμα και την πυκνή δόμηση, αποτέλεσμα της εντατικής ανοικοδόμησης των δεκαετιών ’50-’70 και της αντιπαροχής. Παρ’ όλα αυτά, κάποια νεοκλασικά και εκλεκτικιστικά κτήρια, μεσοπολεμικές και μοντερνιστικές πολυκατοικίες αξιόλογης αρχιτεκτονικής, μαρτυρούν την μεσοαστική ανάπτυξη της συνοικίας, όπως τα νεοκλασικά της οδού Ρεμούνδου.
Κυρίως κατά τη δεκαετία του ’80, πολλοί κάτοικοι και κυρίως ιδιοκτήτες, μετακινήθηκαν σταδιακά σε άλλες λιγότερο πυκνοκατοικημένες περιοχές κατοικίας, όπως ομοίως συνέβη στην Κυψέλη, την πλατεία Βικτωρίας και τις υπόλοιπες ιστορικές γειτονιές της ευρύτερης περιοχής, σε συνέπεια των παραγόντων υποβάθμισης του αστικού χώρου. Με δεδομένη την ευρεία κοινωνική διαστρωμάτωση της περιοχής που αντανακλάται και στην τυπολογία της πολυκατοικίας που κυριάρχησε μέσω της αντιπαροχής – μεγάλα διαμερίσματα στους υψηλότερους ορόφους, πολλά μικρότερα χαμηλότερα και συχνά βιοτεχνικούς ημιυπόγειους χώρους – τα κενά που άφησαν πίσω τους οι κάτοικοι που αποχώρησαν κυρίως προς τα νέα προάστια της Αθήνας, κάλυψαν αρχικά ως ενοικιαστές εσωτερικοί μετανάστες χαμηλού εισοδήματος που επωφελήθηκαν από τις χαμηλές αξίες της γης.
Η πτώση των αξιών ξεκίνησε απ’ την δεκαετία του ’80, ως αποτέλεσμα των υποβαθμισμένων συνθηκών για την κατοικία, των υποβαθμισμένων εξυπηρετήσεων πρόνοιας και εκπαίδευσης για τις οικογένειες, της γήρανσης και εγκατάλειψης του δομημένου και φυσικού περιβάλλοντος και της έλλειψης ελεύθερων χώρων. Η ελκυστικότητα της περιοχής διατηρήθηκε κυρίως γύρω από το πλεονέκτημά της ως προς την συγκοινωνιακή εξυπηρέτηση (πολλές γραμμές λεωφορείων και τρόλλεϋ, καθώς και 2 κοντινοί σταθμοί του μετρό, Αττική και Βικτώρια) και ως προς την εγγύτητά της στο κέντρο της Αθήνας.
Η μεταβολή της κοινωνικής σύνθεσης πήρε άλλα χαρακτηριστικά στη δεκαετία του ’90, όταν τα χαμηλά οικονομικά στρώματα εσωτερικών οικονομικών μεταναστών, αντικατέστησαν σταδιακά οικονομικοί μετανάστες από άλλες χώρες. Ανάλογα με την ένταση της ζήτησης, ως χώροι κατοικίας χρησιμοποιήθηκαν μέχρι και τα υπόγεια και οι βιοτεχνικοί χώροι, που είχαν στο μεταξύ πάψει να λειτουργούν. Οι εντάσεις από την συνύπαρξη παλιών και νέων κατοίκων διαβαθμίζονταν κατά καιρούς, παρουσίασαν ωστόσο μεγαλύτερη όξυνση στα μέσα της δεκαετίας του 2000 και μετά, όταν στο τοπίο της εγκατάλειψης προστέθηκε και η εντατική ανάπτυξη δράσεων παραβατικών ή εγκληματικών κυκλωμάτων. Στο πλαίσιο αυτό στοχοποιήθηκε κατάλληλα, με τη βοήθεια των ΜΜΕ, αυτή καθαυτή η ύπαρξη των νέων κατοίκων, αντί η συνολική φτώχεια και υποβάθμιση, κι έτσι οι εντάσεις άρχισαν να εκδηλώνονται στον δημόσιο λόγο και χώρο παίρνοντας και τη μορφή σοβαρών κρουσμάτων ρατσιστικής βίας.
Η γνωστή πια «επιτροπή κατοίκων» που εμφανίζεται ήδη από τα τέλη του 2008, μολονότι συμπεριλαμβάνει στις τάξεις της αφενός μια μειοψηφία κατοίκων και επιχειρηματιών, αφετέρου πρόσωπα που εμπλέκονται σε εγκληματικές πράξεις τυφλής ρατσιστικής βίας κατά μεταναστών – ορισμένοι είναι υπόδικοι ήδη – και σε εγκληματικά κυκλώματα (πορνείας, ναρκωτικών κ.λπ.) σε επιτελικές θέσεις, με εκμετάλλευση μεταναστών, ή είναι οι ίδιοι ιδιοκτήτες που θησαυρίζουν από την «άτυπη» στέγαση μεταναστών σε άθλιες συνθήκες, «κερδίζει» στα ΜΜΕ την εκπροσώπηση της περιοχής και δημιουργεί λόγο που ενσωματώνεται στην κυρίαρχη πολιτική ατζέντα της περιόδου έκτοτε. Χαρακτηριστικότερες αιχμές του λόγου αυτού είναι τα προτάγματα της «εκκαθάρισης», της «ανακατάληψης της πόλης», του «μόνο για Έλληνες» κ.ά. Όλα αυτά δηλαδή που λίγο αργότερα, το 2010, εξέφρασε ανοιχτά κατά μείζονα λόγο η οργάνωση της Χρυσής Αυγής, που αποδείχθηκε ότι πρακτικά καλυπτόταν κάτω από το μανδύα της «επιτροπής κατοίκων» του Αγίου Παντελεήμονα. Για όσο καιρό «χρειάστηκε» για να εμπεδωθεί η κυριαρχία των προταγμάτων αυτών, τα πογκρόμ κατά των μεταναστών, κυρίως των αλλόθρησκων ήταν εντατικά, ενώ η ίδια η πλατεία ως δημόσιος χώρος μετατράπηκε σε άβατο με πολιτοφυλακή υπεράσπισής της έναντι των «ξένων» ή των αντιφρονούντων, τους χρυσαυγίτες της επιτροπής αυτής.
Σήμερα στην περιοχή και παρά το βάθεμα της οικονομικής κρίσης, με δεδομένη την κυρίαρχη (ειλικρινή ή προσχηματική) απαξίωση της Χρυσής Αυγής στον δημόσιο λόγο, η ακροδεξιά βία που κυριαρχούσε μέχρι πρόσφατα – με επιθέσεις οπλισμένων ακροδεξιών σε επιχειρήσεις εθνοτικού εμπορίου, σε άτυπους χώρους θρησκευτικής λατρείας, ακόμα και σε κατοικίες, τραυματισμούς και βασανιστήρια ανθρώπων κ.λπ. – έχει κοπάσει σε πολύ μεγάλο βαθμό. Μεσολάβησε φυσικά η επίσημη δίωξη της οργάνωσης, η προφυλάκιση των περισσότερων προβεβλημένων στελεχών της, η σωρεία καταγγελιών για την «απροθυμία των διωκτικών και δικαστικών αρχών να αποτρέψουν τις αυξανόμενες επιθέσεις σε βάρος μεταναστών και να τιμωρήσουν τους δράστες. Παρά τη σαφή επαναληπτικότητα των περιστατικών βίας και την αυξητική τάση που καταδεικνύουν τα στοιχεία, οι αστυνομικές αρχές δεν έχουν κατορθώσει να παρέμβουν αποτελεσματικά με σκοπό την προστασία των θυμάτων και τη λογοδοσία των δραστών» (έκθεση της Human Rights Watch), γεγονός που αντανακλάται και στην συμμετοχή ή ανοχή στις καταγγελθείσες ενέργειες ρατσιστικής βίας του διαβόητου πια τοπικού αστυνομικού τμήματος.
Είναι χαρακτηριστικό ότι για την ίδια περιοχή και λίγο πριν τις εκλογές του 2012, εντατικοποιήθηκε όχι μόνο η δράση των περιθωριακών αυτών ακροδεξιών ή νεοφασιστικών ομάδων, αλλά και εμμέσως επιβραβεύθηκε η πρακτική τους μέσω κυρίαρχων ΜΜΕ, εφόσον είναι οι μόνοι «αποτελεσματικοί». Αυτό φαίνεται καθαρά στο παράδειγμα – αστικό μύθο για τα «παλικάρια» που βοηθάνε τις γιαγιάδες να εισπράξουν χρήματα στα ΑΤΜ ή εκκενώνουν από μπαταχτσήδες ενοίκους τα διαμερίσματα, τα βάφουν, τα επισκευάζουν κ.λπ. και τα παραδίδουν έτοιμα στους ιδιοκτήτες. Όλως περιέργως, μετεκλογικά ήδη από το 2012 αλλά ιδιαίτερα σήμερα, όλα αυτά τα «παλικάρια», όλες αυτές οι «υπηρεσίες» μοιάζει να έχουν εξαφανιστεί, ταυτόχρονα με τα κρούσματα και την προπαγάνδιση της βίας.
Πέρα από τις επιμέρους ποινικές ή πολιτικές ευθύνες ή τις γενικές συλλογικές ηθικές ευθύνες που έχουμε ως κοινωνία, σημαντική ευθύνη για την εγκατάλειψη της περιοχής επί χρόνια, αλλά ιδιαίτερα για την εγκατάλειψη της περιοχής στο έλεος της ανοιχτής φασιστικής και ρατσιστικής δράσης και προπαγάνδας είχε και η δημοτική αρχή. Ο Άγιος Παντελεήμονας υπήρξε ένα «άβατο» που έγινε απόλυτα ανεκτό, χωρίς να επιχειρηθούν ούτε καν τα στοιχειώδη νόμιμα οφειλόμενα, όπως το άνοιγμα και η υπεράσπιση της λειτουργίας της παιδικής χαράς, που παράνομα και αυθαίρετα είχαν κλείσει οι νεοναζί και φασίστες της περιοχής.
Αττική
Η πλατεία Αττικής επί της οδού Λιοσίων οφείλει την ονομασία της σε παλαιότερο σιδηροδρομικό σταθμό των Σιδηροδρόμων Αττικής που βρισκόταν στη θέση του σημερινού σταθμού του μετρό. Η γειτονιά της Αττικής βρίσκεται πίσω ακριβώς, δυτικότερα δηλαδή, από τον Άγιο Παντελεήμονα, ανάμεσα στις συνοικίες του Σταθμού Λαρίσης, του Κολωνού, των Σεπολίων, της Πλατείας Βικτωρίας, του Λόφου Σκουζέ και των Θυμαρακίων.
Η περιοχή της Αττικής, ενοποιημένη ως προς τον αστικό ιστό με τον Άγιο Παντελεήμονα, μοιράζεται σήμερα τα ίδια προβλήματα, αν και δεν υπήρξε ποτέ αντίστοιχα μεσοαστική, έχοντας ως σημείο αναφοράς την υποβαθμισμένη οδό Λιοσίων, αντί της Αχαρνών. Είναι εξίσου πυκνοκατοικημένη με ελάχιστους ελεύθερους χώρους, πλην της πλατείας, αφού οικοδομήθηκε έντονα τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, διαθέτοντας πια ένα γερασμένο και κακοσυντηρημένο κτιριακό απόθεμα. Σε ό,τι αφορά την κοινωνικο-οικονομική της εξέλιξη τις τελευταίες δεκαετίες και τα προβλήματά της ως προς τη ρατσιστική βία, ακολουθεί ακριβώς την ίδια πορεία με την περιοχή του Αγ. Παντελεήμονα (βλ. Αγ. Παντελεήμονα), κυρίως γιατί και στις δύο περιοχές δραστηριοποιούνται ακριβώς οι ίδιες καμουφλαρισμένες νεοναζιστικές ομάδες.
Η ομώνυμη πλατεία αποτελεί το κέντρο της παλιάς γειτονιάς, αλλά πλέον σημαντικός είναι και ο σταθμός του μετρό, βορειότερα της πλατείας επί της Λιοσίων, που αποτελεί βασικό κόμβο μετεπιβίβασης για το συγκοινωνιακό δίκτυο της Αθήνας, γεγονός που επιφορτίζει με πολλές αφετηρίες λεωφορείων και τρόλεϊ την περιοχή κατοικίας και επιβαρύνει έντονα την κυκλοφορία της οδού Λιοσίων. Τόσο ο άξονας της οδού Λιοσίων, όσο και οι γραμμές του Ηλεκτρικού σιδηροδρόμου, αποτελούν απαγορευτικά όρια που δυσχεραίνουν την προσπέλαση των κατοίκων στην περιοχή, ενώ δυσανάλογα μεγάλη έκταση στην πυκνοδομημένη περιοχή καταλαμβάνει το αμαξοστάσιο των τρόλεϊ (Ηλεκτροκίνητων Λεωφορείων Περιοχής Αθηνών Πειραιώς), με την ανάγκη μεταφοράς του εκτός αστικού ιστού να προβάλει συνεχώς, ως διαχρονικό αίτημα για την βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης στην πόλη.
Σταθμός Λαρίσης
Η περιοχή του σταθμού Λαρίσης, συνορεύει με τις περιοχές του Αγ. Παύλου, της πλατείας Αττικής και του Κολωνού. Ο σταθμός βρίσκεται στο τέρμα της οδού Ιουλιανού, πάνω στην παράλληλη της λεωφόρου Κωνσταντινουπόλεως, οδό Δομοκού – η οποία αποτελεί συνέχεια της οδού Δηληγιάννη, που ξεκινάει από την πλατεία Καραϊσκάκη στο Μεταξουργείο και καταλήγει στη οδό Λιοσίων. Εγκαινιάστηκε το 1904 και τα τελευταία χρόνια βρίσκεται υπό συνεχή ανακατασκευή, προκειμένου να εξυπηρετήσει τις αυξανόμενες συγκοινωνιακές ανάγκες της πρωτεύουσας και να παραλάβει το πιο πρόσφατο δίκτυο του προαστιακού σιδηρόδρομου.
Είναι γεγονός, ότι ο σταθμός Λαρίσης δεν ήταν ποτέ επαρκής στο ρόλο του ως κεντρικού σιδηροδρομικού σταθμού της Αθήνας. Σε αυτό συνετέλεσε σημαντικά η ελλιπής συγκοινωνιακή του σύνδεση με τις διάφορες περιοχές της Αθήνας. Σήμερα, οι δύο κοντινοί σταθμοί του μετρό, ο σταθμός Λαρίσης και ο σταθμός Αττικής έχουν συμβάλλει στην λειτουργική σύνδεση του σταθμού με το κέντρο της πόλης και με τις περιοχές της ευρύτερης περιφέρειας, μέσω του προαστιακού. Νοτιότερα του σταθμού Λαρίσης, βρίσκεται ο σταθμός Πελοποννήσου, ανενεργός και σε φάση αποκατάστασης για να στεγάσει το σιδηροδρομικό μουσείο. Οι δύο σταθμοί, παρ’ όλη τη μικρή μεταξύ τους απόσταση ήταν πάντα σαφώς διαχωρισμένοι λειτουργικά. Η ευρύτερη περιοχή που καταλαμβάνουν, σήμερα μοιάζει στο χάρτη με νησίδα που διακόπτει τον αστικό ιστό της πόλης. Δεν είναι όμως ακριβώς έτσι˙ οι εγκαταστάσεις τους δημιουργήθηκαν στις αρχές του 20ου αιώνα, σε μια περιοχή με αγροτικό ακόμη χαρακτήρα, στις βορειοδυτικές παρυφές της νέας πρωτεύουσας, μακριά απ’ τις κεντρικές λειτουργίες. Ο αστικός ιστός δημιουργήθηκε εκ των υστέρων, όσο η Αθήνα επεκτεινόταν, παράλληλα με την οδό Πατησίων, τις γραμμές του ηλεκτρικού και του συμβατικού σιδηροδρόμου της.
Ο σιδηρόδρομος αποτελώντας γραμμικό άξονα του αστικού χώρου ευθύς εξ αρχής, σηματοδοτεί τις συνοικίες που γεννήθηκαν εκατέρωθεν, ανατολικά και δυτικά, με εγγενή κοινωνικά χαρακτηριστικά. Συγκεκριμένα, ο διαχωρισμός που υλοποιείται στον αθηναϊκό χώρο με την κατασκευή του δικτύου, λειτουργεί ως βασικό στοιχείο κοινωνικής διαίρεσης της πόλης˙ από τη μία πλευρά προς το κέντρο της πόλης ορίζεται η αστική-μεσοαστική τάξη με τα νεοκλασικά μέγαρά της, από την άλλη πλευρά των γραμμών τα λαϊκά στρώματα, οι αθηναϊκές κατοικίες με τις αυλές και οι διάσπαρτες στον ιστό οχλούσες χρήσεις. Η ανάπτυξη της Αθήνας με τις διαδοχικές επεκτάσεις του ιστού τον 20ο αιώνα και την έντονη ανοικοδόμηση των τελευταίων δεκαετιών του, περιέβαλε τον ευρύτερο χώρο των σταθμών με πυκνοδομημένες γειτονιές, με κυρίαρχη χρήση την κατοικία και επιπλέον εμπορικές και βιοτεχνικές χρήσεις διάσπαρτες στον αστικό ιστό, και κυρίως πάνω στους βασικούς οδικούς άξονες της πόλης και τις γραμμές του τρένου.
Η περιοχή κατοικίας του σταθμού Λαρίσης, παρ’ ότι εκτείνεται στην ανατολική πλευρά των γραμμών, χωροθετείται οριακά πάνω στη «νησίδα» – φράγμα, που δημιουργούν οι δύο σταθμοί και επιβαρύνεται από την ύπαρξη και λειτουργία του Σταθμού, όπως και από την εγκατάσταση χρήσεων σχετικών με τις λειτουργικές ανάγκες του. Σήμερα, η γειτονιά υποφέρει την εγκατάλειψη και την υποβάθμιση. Στην περιοχή ανατολικά του σταθμού και στην οδό Λιοσίων υπάρχουν αρκετά εγκαταλελειμμένα κτίρια, κυρίως νεοκλασικά και κάποια βιομηχανικά, όπου έχουν βρει καταφύγιο μετανάστες, άστεγοι και τοξικομανείς, εγκατεστημένοι υπό άθλιες συνθήκες διαβίωσης. Η εγκληματικότητα είναι αυξημένη και η δράση των φασιστικών ομάδων υπήρξε μέχρι πρόσφατα έντονη στην περιοχή κοντά στο σταθμό, όπως και σε όλες τις γειτονικές περιοχές.
Το αίτημα των κατοίκων για υπογειοποίηση των γραμμών μέσα στον αστικό ιστό, είναι πάντα επίκαιρο (βλ. Σεπόλια), καθώς η επίγεια ανάπτυξη του τρένου, αποτελεί εμπόδιο για την πρόσβαση και τη μετακίνηση στις περιοχές κατοικίας. Επιπλέον, μια υποτιθέμενη υπογειοποίηση, θα επέτρεπε τη δημιουργία δημόσιων χώρων και γραμμικών πάρκων, στους χώρους που καταλαμβάνουν σήμερα οι γραμμές, αποτελώντας μια πραγματικά αναζωογονητική κίνηση για περιοχές με μεγάλο έλλειμμα ελεύθερων χώρων και πρασίνου.
Απέναντι από τον σταθμό Λαρίσης, βρίσκεται το Παλαιό Φρουραρχείο, που παλαιότερα χρησιμοποιούνταν ως μεταγωγικός σταθμός του στρατού και πλέον αποτελεί κοινωνική υπηρεσία του Δήμου Αθηναίων (Κόμβος Αλληλοβοήθειας Πολιτών) και ακριβώς δίπλα του η Κεντρική Δημοτική Βιβλιοθήκη, μία από τις πιο παλιές βιβλιοθήκες στη Ελλάδα, που ιδρύθηκε το 1835 και μπορεί να αποτελέσει σημαντικό χώρο πολιτισμού για την πόλη, εφόσον βελτιωθεί αναφορικά με τις δομές λειτουργίας της και αποδοθεί μέσα από ένα πλέγμα δραστηριοτήτων στους δημότες.