Η οδός Πατησίων είναι ο άξονας μήκους 4,5 χλμ. που οδηγεί από τα Χαυτεία, στην κεντρική περιοχή της Ομόνοιας μέχρι τα Άνω Πατήσια, διατρέχοντας πολλές συνοικίες του Δήμου Αθηναίων. Το τμήμα της οδού από την αρχή της, στην οδό Πανεπιστημίου, μέχρι την Πλατεία Αμερικής, έχει μετονομαστεί σε οδό 28ης Οκτωβρίου, τιμής ένεκεν στην εθνική επέτειο, παρ’ ότι η ονομασία Πατησίων έχει επικρατήσει ως συνηθέστερος τρόπος αναφοράς στην οδό.
Καθώς, η λειτουργική συνέχεια της οδού Πατησίων από τα Χαυτεία και μετά, είναι η οδός Αιόλου που καταλήγει στην Πλάκα, στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας, ο άξονας της Πατησίων είναι η ραχοκοκαλιά που ενώνει τις εκατέρωθεν αστικές συνοικίες της Αθήνας του 19ου-20ου αιώνα, και ταυτόχρονα ο άξονας που η οπτική του φυγή καταλήγει στην Ακρόπολη, σε μια σύνδεση σημειολογική και λειτουργική με το ιστορικό παρελθόν της πόλης.
Όταν η Αθήνα, έγινε πρωτεύουσα του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους, ο δρόμος ακολουθώντας το ίχνος αρχαίας οδού, που οδηγούσε από την Αθήνα στα Πατήσια, ένα χωριό 4-5 χλμ. μακριά από το κέντρο, ήταν ο δημοφιλέστερος εξοχικός δρόμος, τόπος αναψυχής και εκδρομής για τους Αθηναίους της εποχής. Το 1841, χαράσσεται επισήμως ο οδικός άξονας της Πατησίων, επάνω στον αρχαίο δρόμο με δενδροστοιχίες κατά μήκος του. Η Πατησίων είναι ο περίπατος της αστικής τάξης της εποχής της βασιλείας του Όθωνα, που συχνάζει στα αναψυκτήρια του πεδίου του Άρεως και τα ζαχαροπλαστεία των Χαυτείων.
Λίγο αργότερα κτίζονται τα κτίρια του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, έργο του Λύσανδρου Καυτατζόγλου και του Αρχαιολογικού Μουσείου, που ολοκληρώνεται υπό την επίβλεψη του Ερνέστου Τσίλλερ. Σταδιακά το σχέδιο πόλης επεκτείνεται κατά μήκος της οδού Πατησίων και συμπεριλαμβάνει όλο και βορειότερες εκτάσεις και στα τέλη του 19ου αιώνα, τα Πατήσια, θεωρούνται πλέον προάστιο της Αθήνας. Τότε χαράσσεται η σημερινή λεωφόρος Αλεξάνδρας (οδός Κυκλοβόρου) για να ενώσει την Πατησίων με την λεωφόρο Κηφισίας. Η Πατησίων αποκτά έντονη κεντρικότητα με πολλές λειτουργίες αναψυχής, ξενοδοχεία και θέατρα, αποκτά δε και τον ιπποκίνητο τροχιόδρομό της στη διαδρομή Σύνταγμα – Πατήσια, το μετέπειτα τραμ με τον αριθμό 3. Στο τέλος του αιώνα, μπαίνει σε λειτουργία ο ατμήλατος σιδηρόδρομος Αθηνών – Κηφισιάς, το «θηρίο», ο πρόγονος του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου, που σταδιακά μετέτρεψε τα Πατήσια και τις γύρω περιοχές σε πυκνοκατοικημένες περιοχές κατοικίας.
Η ανάπτυξη της πόλης ακολούθησε έτσι κι αλλιώς στο σύνολό της τον άξονα βορρά – νότου που όρισε από τον 19ο αιώνα, η χάραξη των σιδηροδρομικών γραμμών Αθηνών-Πειραιώς, σε συνάρτηση με την κοίτη του Κηφισού. Παράλληλα και κάθετα με το τρένο, ρυμοτομήθηκαν όλες οι ανατολικά προσκείμενες περιοχές, με την Πατησίων να είναι ο σημαντικότερος παράλληλος άξονας και τις Γ’ Σεπτεμβρίου, Αριστοτέλους, Αχαρνών να ακολουθούν, όλες με αστικό χαρακτήρα κατά τον προηγούμενο αιώνα. Η οδός Λιοσίων, δυτικότερα, λειτούργησε ως άξονας βιοτεχνικών χρήσεων, εργαστηρίων, συνεργείων, αποθηκών κ.α., αποτελώντας κατά κάποιο τρόπο, μαζί με το τρένο, όριο των δυτικών συνοικιών με την αστική Αθήνα.
Κατά μήκος λοιπόν και εκατέρωθεν αυτών των τεσσάρων παράλληλων αξόνων επεκτείνεται η πόλη και οι συνοικίες της. Η οικοδομική δραστηριότητα των αρχών του 20ου αιώνα είναι έντονη και δημιουργούνται οι συνοικίες του πεδίου του Άρεως, της Κυψέλης, της Αγ. Ζώνης από την μία πλευρά, της πλατείας Βάθης, της πλατείας Βικτωρίας, του Αγ. Μελετίου, της πλατείας Αμερικής, της πλατείας Κολιάτσου, του Αγ. Λουκά, του Κλωναρίδου, του Λυσσιατρείου, από την άλλη πλευρά.
Επί της Πατησίων συγκεντρώνονται σημαντικές λειτουργίες της πόλης και έτσι φιλοξενεί μερικά από τα σπουδαιότερα ιστορικά κτήρια της Αθήνας, με υπερτοπικό χαρακτήρα, όπως το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, το κτήριο της ΑΣΟΕΕ – σημερινό Οικονομικό Πανεπιστήμιο˙ κτήρια όπως το Ξενοδοχείο Ακροπόλ Παλάς – ένα σπουδαίο κτίριο της αρχιτεκτονικής του μεσοπολέμου σε στυλ art nouveau, το Μέγαρο Ησαϊα και πολλές αστικές πολυκατοικίες του μεσοπολέμου˙ πολλές εμπορικές χρήσεις, όπως τα πρώτα πολυκαταστήματα γύρω στη δεκαετία του΄50, π.χ. το Μινιόν˙ τους πρώτους κινηματογράφους της Αθήνας, το Μπρόντγουαίη, το Αελλώ, το Ράδιο Σίτι, κ.α.
Αντίστοιχα, οι παράλληλοι άξονες της Γ’ Σεπτεμβρίου, της Αριστοτέλους και της Αχαρνών, αποκτούν ιδιαίτερα αστικό χαρακτήρα, ιδιαίτερα κατά την έντονη ανοικοδόμηση των δεκαετιών ΄60 – ΄70, με κυρίαρχη χρήση την κατοικία, αλλά και του εμπορίου στα ισόγεια των κτιρίων και γενικά με έντονο χαρακτήρα πολυλειτουργικότητας. Την ίδια εποχή, οι γειτονιές δυτικά του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου, γύρω από την οδό Λιοσίων και την οδό Κων/πόλεως, λόγω των προβλημάτων που επιφέρουν οι οχλούσες χρήσεις και οι γραμμές των επίγειων σιδηρόδρομων, αναπτύσσονται και ανοικοδομούνται έντονα μεν, όμως με διαφορετικούς όρους και υπό διαφορετικές συνθήκες κατοίκησης. Η εγκατάσταση των κατοίκων στις δυτικές γειτονιές, που είναι στο μεγαλύτερο μέρος τους εσωτερικοί μετανάστες, γίνεται συχνά με αυτοστέγαση και λιγότερο με την μέθοδο της αντιπαροχής που γενικεύεται την ίδια εποχή στις κεντρικές συνοικίες, έτσι οι υποδομές είναι λιγοστές και η ποιότητα του παραγόμενου δομημένου περιβάλλοντος χαμηλή.
Σήμερα, οι ιστορικές γειτονιές εκατέρωθεν της Πατησίων και των παράλληλων δρόμων της, έχουν αλλάξει χαρακτήρα, καθώς τις τελευταίες δεκαετίες οι περισσότεροι παλιοί κάτοικοι έχουν μετακινηθεί σταδιακά, από τη δεκαετία του ΄80 και μετά, σε άλλες λιγότερο πυκνοκατοικημένες περιοχές κατοικίας, κυρίως στα προάστια της Αθήνας. Η πυκνή δόμηση των δεκαετιών ’60 – ’70 οδήγησε τον αστικό ιστό σε κορεσμό, το αστικό περιβάλλον σταδιακά υποβαθμίστηκε και το παλιό κτηριακό απόθεμα, που σε μεγάλο βαθμό παρέμεινε αφρόντιστο, απαξιώθηκε ή και εγκαταλείφθηκε. Η παράλληλη υποβάθμιση του δημόσιου χώρου, η απουσία σημαντικών χώρων πρασίνου και η έλλειψη κοινωνικού εξοπλισμού και υποδομής λειτούργησαν πτωτικά για την αξία της γης, με συνέπεια τη μεταβολή της κοινωνικής σύνθεσης τόσο των αστικών περιοχών, όσο και των πιο λαϊκών συνοικιών.
Κι ενώ στις δεκαετίες ’60 και ’70, η ζώνη αυτή αστικοποιείται εντατικά, κυρίως μέσω της πολυκατοικίας της αντιπαροχής που υποδέχεται και φιλοξενεί τα κύματα αστυφιλίας εσωτερικών οικονομικών μεταναστών και φοιτητών, από το ’90 και μετά, το ίδιο αυτό οικιστικό δυναμικό που στο μεταξύ έχει αρχίσει να υποχωρεί σε αξία, ξαναγεμίζει με νέους κατοίκους, κυρίως αλλοδαπούς οικονομικούς μετανάστες. Έτσι, οι άλλοτε μεσο-αστικές κατά κανόνα γειτονιές, που είχαν στο μεταξύ χάσει την αίγλη τους και είχαν ήδη υποβαθμιστεί, απέκτησαν νέο δυναμικό κατοίκων, μαζί και νέα ταξική σηματοδότηση. Οι δε λαϊκές δυτικές γειτονιές, άρχισαν να πληθαίνουν και να ξαναζωντανεύουν, σε μια επανάληψη της ιστορικής τους εξέλιξης.
Σήμερα, τα προβλήματα σε αυτή την ευρύτερη περιοχή του Δήμου Αθηναίων είναι έντονα και λειτουργούν αθροιστικά για το χώρο. Οφείλονται στην γενική υποβάθμιση της πόλης, στην απαξίωση του κτισμένου περιβάλλοντος και τα κοινωνικά προβλήματα που είναι διάχυτα στον ιστό της πόλης, λόγω οικονομικής κρίσης, με τις νέες μορφές αστικής φτώχειας να κυριαρχούν και να πλήττουν ειδικά τις ευπαθέστερες ομάδες, όπως τους μετανάστες. Όλα τα παραπάνω σε συνδυασμό με τις απότομες μεταβολές της κοινωνικής σύνθεσης, είχαν ως άμεσο επακόλουθο κοινωνικές εντάσεις και ρήξεις, που κατάλληλα χειραγωγημένες από τον κυρίαρχο λόγο και τις δράσεις συγκεκριμένων ομάδων, δαιμονοποίησαν και στοχοποίησαν τους νέους κατοίκους ως υπεύθυνους για την υποβάθμιση της ζωής και την εκπτώχευση των παλαιότερων, πυροδοτώντας αισθήματα ξενοφοβίας και εκδηλώσεις ρατσιστικής βίας.