Το δίπολο Συντάγματος – Ομόνοιας αποτελεί μια εγγενή σημειολογία της Αθήνας που ανάγεται στη δημιουργία της πόλης και την επιλογή της ως πρωτεύουσας του ελληνικού κράτους μετά την απελευθέρωση. Οι βαυαροί αρχιτέκτονες και πολεοδόμοι που ανέλαβαν τον σχεδιασμό της πόλης, έμελλε να καθορίσουν με τις αποφάσεις που πήραν «επί χάρτου», το αναπτυξιακό μέλλον των περιοχών της Αθήνας, την οικονομική της γεωγραφία και την ακόλουθη κοινωνική οργάνωση της πόλης.

Η χωροθέτηση των Ανακτόρων του Όθωνα  – της σημερινής Βουλής των Ελλήνων – στην πλατεία Συντάγματος λόγω του «υγιεινότερου» κλίματος που επικρατούσε εκεί, και όχι στην πλατεία Ομονοίας όπως αρχικά πρότειναν ο Κλεάνθης και ο Σάουμπερτ, ορίζει αυτόματα στις περιμετρικές περιοχές της πλατείας των ανακτόρων τον χώρο της αστικής τάξης της πόλης, το επίσημο κέντρο της.

Στα ίδια χρόνια, η Ομόνοια από εξοχικό κέντρο στην άκρη της πόλης, μετατρέπεται σε σημαντικό πολιτιστικό κέντρο της και αποκτά σταδιακά έναν νεοκλασικό χαρακτήρα, με την ανέγερση των περιμετρικών κτιρίων της πλατείας. Από τη μία συγκεντρώνει τα διάσημα αστικά καφενεία στα Χαυτεία και τις υπαίθριες συναυλίες που δίνουν οι βαυαρικές ορχήστρες για την υψηλή κοινωνία, από την άλλη, όμως δημιουργούνται και τα εργατικά στέκια όπου συχνάζει η αντιοθωνική νεολαία, μακριά από τα κέντρα εξουσίας του Συντάγματος. Η περιοχή γίνεται πεδίο πολιτικών ζυμώσεων και ταξικών συγκρούσεων της εποχής.

Η Ομόνοια, άλλωστε, λειτουργεί ως πύλη για την πόλη, μέσω της οδού Πειραιώς, η ανάπτυξη της οποίας διαμορφώνει και αποκρυσταλλώνει συγκεκριμένες τάσεις, ιδιαίτερα μετά τα μέσα του 19ου αιώνα, λόγω της σύνδεσής της με το λιμάνι και της ελληνικής «βιομηχανικής επανάστασης» που σημειώνεται για τον αθηναϊκό χώρο σχεδόν αποκλειστικά πάνω σε αυτόν τον άξονα. Έτσι, στις περιοχές γύρω από την οδό Πειραιώς, εγκαθίσταται η εργατική τάξη που προσελκύεται από την προσφορά εργασίας στη βιομηχανία και αφού η πλατεία Ομονοίας γειτνιάζει με τις γειτονιές που έχουν ήδη αποκτήσει εργατικό χαρακτήρα, όπως το Μεταξουργείο και το Γκάζι, γίνεται εκ των πραγμάτων υποδοχέας και πεδίο έκφρασης της εργατικής τάξης στο χώρο της πόλης.

Πύλη για την πόλη, συνιστά η Ομόνοια και για τους προερχόμενους από τον σιδηροδρομικό Σταθμό Λαρίσης. Η Ομόνοια λειτουργεί ως πεδίο εισόδου στην πόλη, σημείο για το πρώτο «τυφλό» ραντεβού για επαφές, αναζήτηση εργασίας κ.λπ. – χαρακτηριστικό παράδειγμα η γωνία του φαρμακείου του Μπακάκου στη συμβολή της Αγίου Κωνσταντίνου – χώρος κοινωνικής ενσωμάτωσης. Η ιστορία αυτή επαναλαμβάνεται με ιδιαίτερη ένταση τόσο στην πρώτη μεταπολεμική περίοδο της εσωτερικής μετανάστευσης και αστυφιλίας, όσο και στην πρόσφατη περίοδο άφιξης οικονομικών μεταναστών από άλλες χώρες. Στη δεκαετία του ’90 ιδιαίτερα, με την άφιξη κυρίως μεταναστών από την Αλβανία, η Ομόνοια φιλοξενεί τους απελπισμένους μετανάστες που συνωστίζονται τα πρωινά περιμένοντας να επιλεγούν από ενδιαφερόμενους για περιστασιακά μεροκάματα.

Στην κοινωνική οργάνωση της πόλης της εποχής, ο χώρος της εργατικής τάξης ορίζεται νοτιοδυτικά της Ομονοίας και ο χώρος της μεσοαστικής – αστικής τάξης, νοτιοανατολικά. Το δίπολο λοιπόν, «λαϊκής» Ομονοίας και «αστικού» Συντάγματος, είναι ευανάγνωστο ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα στον αστικό χώρο της Αθήνας, και σηματοδοτεί τις ακόλουθες τάσεις συγκέντρωσης αντίστοιχων χρήσεων περιμετρικά των δύο πλατειών, οι οποίες, τηρουμένων των αναλογιών, διαιωνίζονται μέχρι και σήμερα στο χώρο της πόλης, τουλάχιστον ως συμφραζόμενα της κοινωνικής γεωγραφίας της.

Στους τρεις βασικούς άξονες του κέντρου που συνδέουν τους δύο αυτούς πόλους, στις οδούς Σταδίου, Πανεπιστημίου και Ακαδημίας αποτυπώνεται διαχρονικά η συμπύκνωση και το ξεδίπλωμα όλων των κεντρικών λειτουργιών, σε όλες τις εκφάνσεις και τις ενδιάμεσες κλίμακες, ως χωρική έκφραση της οικονομίας τη πόλης, και εννοιολογικά, συντελείται η σύντηξη, αλλά και το ανάπτυγμα της κοινωνικής διαστρωμάτωσης της πόλης.

Οι άξονες αυτοί έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά, τόσο γεωμετρικά ως οδικοί άξονες, όσο και λειτουργικά μέσα στην πόλη. Η Ακαδημίας, που ξεκινά ουσιαστικά απ’ την πλατεία Κάνιγγος, έχοντας εμπορικά μέτωπα, αποτυπώνει πιο στενά τη μετάβαση από την περιοχή των Εξαρχείων στην περιοχή του Κολωνακίου λ.χ. με την μετάβαση από χρήσεις που σχετίζονται με την εκπαίδευση (βιβλιοπωλεία, φροντιστήρια) σε εμπορικές χρήσεις ένδυσης, υπόδησης κ.ά. ακριβών ειδών, στην περιοχή μετά την Σίνα.

Η Πανεπιστημίου οργανώνεται κυρίως από μεγάλα και εμβληματικά κτίρια στα μέτωπα, όπως το κτίριο του Μετοχικού Ταμείου Στρατού, η Τράπεζα της Ελλάδας, το Οφθαλμιατρείο και το Νομισματικό Μουσείο, το παλιό Αρσάκειο Μέγαρο, η γνωστή Τριλογία (Βιβλιοθήκη, Πανεπιστήμιο, Ακαδημία), με τον χώρο των Προπυλαίων να λειτουργεί ως χώρο διανομής των κινήσεων με το μεγάλο της εύρος και τις πολυάριθμες συγκοινωνιακές γραμμές, αλλά και ως παραδοσιακή αφετηρία διαδηλώσεων διαμαρτυρίας, ενώ αποκτά εμπορικά χαρακτηριστικά μετά την Κοραή τόσο στα μέτωπα, όσο και στις στοές.

Η Σταδίου, ο άξονας που γειτνιάζει πιο άμεσα με το Εμπορικό Τρίγωνο, έχει εμπορικό χαρακτήρα σε όλο του το μήκος. Το εμπόριο στα ισόγεια συνυπάρχει με χρήσεις εστίασης και αναψυχής, καθώς και με υπηρεσίες και γραφεία στους ορόφους. Η πρόσφατη οικονομική κρίση, με την μορφή των κενών χώρων, καταγράφεται επομένως πιο έντονα στην Σταδίου και στις παρυφές. Η Κοραή, οδός που πεζοδρομήθηκε και έχει εγγραφεί στη ζωή της πόλης ως πλατεία, με δεδομένο ότι συνδέει αξονικά την Τριλογία με την πλατεία Κλαυθμώνος και συχνάζεται πολύ λόγω της παρουσίας του μετρό αλλά και χρήσεων εμπορίου και εστίασης-αναψυχής, συνιστά σε ένα βαθμό ένα όριο που διαφοροποιεί σχετικά τυπολογικά τα μέτωπα των οδών Σταδίου και Πανεπιστημίου πριν και μετά. Κάτι που γίνεται εμφανέστερο στην περίπτωση της Πανεπιστημίου.

Στη μεταπολεμική περίοδο, το Σύνταγμα διατηρεί τον χαρακτήρα πλατείας, που ενδυναμώνεται ιδιαίτερα μετά τη λειτουργία του σταθμού Μετρό το 2000, ενώ η Ομόνοια λειτουργεί κύρια ως συγκοινωνιακός κόμβος των κυριότερων ακτινικών αρτηριών που διανέμονται μέσω ενός στρογγυλού roundabout, το οποίο κοσμείται με ένα σιντριβάνι και αργότερα ένα άγαλμα. Στη δεκαετία του 2000, η Ομόνοια αποκαταστάθηκε ξανά ως πλατεία με νέα διαμόρφωση, σε μια συγκυρία όμως που είχε ήδη χάσει μεγάλο μέρος της αστικής της ζωής και διατηρούσε κυρίως χαρακτήρα περάσματος οχημάτων και επιβατών του υπόγειου σταθμού μετρό, χωρίς χρήσεις που να προσκαλούν για παραμονή και ζωή στην πλατεία.

Την τελευταία δεκαετία, η περιοχή της πλατείας Συντάγματος επανακτά όλο και συχνότερα τον ιστορικό της χαρακτήρα, ως τόπος συλλογικής διαμαρτυρίας στην «καρδιά» του κέντρου εξουσίας, ενώ η Ομόνοια (και παρά τις πολλαπλές και πρόσφατες απόπειρες ανάπλασης) περιθωριοποιείται βαθύτερα μαζί με τους πιο αποκλεισμένους κατοίκους της πόλης, άνεργους, άστεγους, μετανάστες χωρίς χαρτιά, τοξικοεξαρτημένους, κ.ά.

Η πόλη χαρακτηρίζεται ιδιαίτερα από τις μεταλλαγές της αστικής κλίμακας στο κέντρο της και την ποικιλία των δομών που αναδύονται σε αυτόν τον περιορισμένο αστικό χώρο, σε συνέπεια της ιστορικής εξέλιξης του. Οι περιοχές και οι γειτονιές της πόλης που αναπτύσσονται περιμετρικά και σε γειτνίαση με τον άξονα Συντάγματος – Ομονοίας, είναι το Εμπορικό Τρίγωνο, τα Εξάρχεια, η Νεάπολη, το Κολωνάκι, ο Λυκαβηττός, το Μεταξουργείο, του Ψυρρή, η Πλάκα, ο Εθνικός Κήπος.