Θησείο 

Ο Μεγάλος Περίπατος της Αθήνας μέσω της πεζοδρομημένης οδού Αποστόλου Παύλου οδηγεί από του Μακρυγιάννη και την Ακρόπολη, στο Θησείο, μια μικρή περιοχή της Αθήνας που βρίσκεται βορειοδυτικά της Ακρόπολης, μεταξύ των Πετραλώνων (νοτιοδυτικά), του Κεραμεικού (δυτικά) και του Ψυρρή (βόρεια). Η περιοχή πήρε το όνομά της από τον Ναό του Ηφαίστου ή Ηφαιστείο, ο οποίος βρίσκεται στην βορειοδυτική πλευρά της Αρχαίας Αγοράς και για τον οποίο λανθασμένα είχε επικρατήσει η ονομασία «Θησείο», λόγω των ανάγλυφων παραστάσεων στις μετώπες του, που σχετίστηκαν με τους άθλους του Θησέα. Ο ναός είχε μετατραπεί κατά τα βυζαντινά χρόνια σε χριστιανική εκκλησία, αφιερωμένη στον Αγ. Γεώργιο, χωρίς να υποστεί ιδιαίτερες εξωτερικές τροποποιήσεις και λειτούργησε μέχρι το 1835, γεγονός που συνέβαλε στην σχετικά καλή διατήρηση του μνημείου.

Στην περιοχή του Θησείου βρίσκονται μεταξύ άλλων, οι δύο εβραϊκές Συναγωγές της Αθήνας, το Μουσείο Μπενάκη με τις συλλογές ισλαμικής τέχνης στην οικία Ευταξία στα όρια με τον Κεραμεικό, το Μουσείο Μακρονήσου, το Μουσείο Ηρακλειδών, ο ιερός ναός της Αγίας Μαρίνας που ενσωματώνει σπηλαιώδη ναό του 13ου αιώνα και το Αστεροσκοπείο στον Λόφο των Νυμφών, καθώς και ο βυζαντινός ναός των Αγίων Ασωμάτων στην ομώνυμη πλατεία. Η πρόσβαση σε πολύτιμους ελεύθερους χώρους είναι προνομιακή αφού περιλαμβάνει εκτός του δημόσιου χώρου του ευρύτερου αρχαιολογικού περιπάτου από τον Κεραμεικό μέχρι του Μακρυγιάννη, το παρκάκι του Θησείου δίπλα στις γραμμές του ηλεκτρικού σε συνδυασμό με τον πεζόδρομο της Επταχάλκου, το Άλσος Θησείου στους πρόποδες της Αρχαίας Αγοράς και του Ιερού Βράχου, τον Λόφο Νυμφών και τον Λόφο Φιλοπάππου.

Η σύνδεση με την Πλάκα, μέσω της πλατείας Μοναστηρακίου, πραγματοποιείται μέσω της πεζοδρομημένης οδού Αδριανού, επίσης έργο της Ενοποίησης Αρχαιολογικών Χώρων, στο πλάι των γραμμών του Ηλεκτρικού σιδηροδρόμου και της αρχαίας Αγοράς της Αθήνας. Επί της ουσίας ο περίπατος του Θησείου αποτελεί τμήμα του Μεγάλου Περιπάτου, που ενώνει τις περιοχές Μακρυγιάννη, Ακρόπολης, Θησείου, Μοναστηρακίου και Πλάκας, πλαισιώνοντας ένα ενιαίο σύνολο πεζοδρομήσεων, γύρω από τον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης.

Σήμερα, η περιοχή του Θησείου αποτελεί υπερτοπικό κέντρο περιπάτου και αναψυχής για τους Αθηναίους και τους τουρίστες, με πλήθος εμπορικών επιχειρήσεων αναψυχής να δραστηριοποιούνται στην περιοχή. Παρ’ όλο που το οικιστικό δυναμικό του Θησείου δεν διατηρήθηκε ως προς την αρχική του μορφή (του 19ου αι.) ανάλογα με την Πλάκα, η περιοχή διατήρησε μέχρι τις παραμονές της πεζοδρόμησης της Διονυσίου Αρεοπαγίτου τον χαρακτήρα της ως μια λαϊκή περιοχή κατοικίας σε αρμονική συνύπαρξη με τις περιοχές των αρχαιολογικών ανασκαφών, με πολύ καλή συγκοινωνιακή εξυπηρέτηση από τον ηλεκτρικό σιδηρόδρομο και πολύ παλιότερα και από το τραμ. Η περιοχή του Θησείου, ομόλογα με την Πλάκα και πολύ νωρίτερα απ’ του Ψυρρή και το Γκάζι (ήδη απ’ τις αρχές της δεκαετίας του ’90), χάρη στη διατήρηση του αρχιτεκτονικού της χαρακτήρα, στην εγγύτητά της στα σπουδαία μνημεία και στις χαμηλές αξίες γης άρχισε να υποδέχεται χρήσεις νυχτερινής αναψυχής (μπαρ, ταβέρνες, καφενεία) που προκάλεσαν πιέσεις και περιβαλλοντική υποβάθμιση στην κατοικία, ενώ επέφεραν και άνοδο των αξιών γης, κάτι που εντάθηκε ακόμα περισσότερο όταν το Θησείο βρέθηκε ακριβώς πάνω στη βιτρίνα του πεζοδρομημένου αρχαιολογικού περιπάτου.

Μοναστηράκι 

Η πλατεία Μοναστηρακίου (Μοναστηρίου), ονομασία που προέρχεται από την παλιά εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου που βρίσκεται επί της πλατείας, στη διασταύρωση των οδών Αθηνάς και Ερμού, είναι μια κεντρική και ιδιαίτερα ζωντανή πλατεία της Αθήνας, της οποίας η ανάπλαση ολοκληρώθηκε το 2008. Στην πλατεία Μοναστηρακίου βρίσκεται ο ομώνυμος σταθμός του μετρό – ΗΣΑΠ, με το επιβλητικό κτήριο που οικοδομήθηκε μεταξύ των ετών 1890-1895 στο πλαίσιο της επέκτασης της σιδηροδρομικής γραμμής Πειραιώς-Αθηνών, η οποία μέχρι τότε σταματούσε στο Θησείο. Επιπλέον, το τζαμί Τσισδαράκη, κτισμένο το 18ο αιώνα με υλικά σε δεύτερη χρήση από παλαιότερα κτίρια και αρχαία θραύσματα, το οποίο στεγάζει σήμερα συλλογές του Μουσείου Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης. Κατά τις εργασίες ανάπλασης της πλατείας, βρέθηκε τμήμα της εγκιβωτισμένης κοίτης του Ηριδανού ποταμού, ο οποίος πηγάζει από τον Λυκαβηττό και εκβάλλει στον Ιλισό, και είναι ένας εκ των τριών ποταμών – μαζί με τον Κηφισό και τον Ιλισό – που άρδευαν το λεκανοπέδιο της Αττικής από τους προϊστορικούς χρόνους.

Το Μοναστηράκι είναι γνωστό από τα παλιά χρόνια, για την κυριακάτικη υπαίθρια αγορά μεταχειρισμένων αντικειμένων και για το κυριακάτικο παζάρι, το λεγόμενο «Γιουσουρούμ», στην γειτονική πλατεία  Αβησσυνίας, που είναι διάσημη για τα παλαιοπωλεία της. Σήμερα, τα περισσότερα καταστήματα του Μοναστηρακίου έχουν μετατραπεί σε καταστήματα τουριστικών ειδών και ένδυσης, ενώ αποτελεί σημαντικό πόλο αναψυχής – διασκέδασης και τουριστικό «πέρασμα» για τους επισκέπτες της Πλάκας.

Ψυρρή

Η γειτονική συνοικία του Ψυρρή είναι μια πολύπαθη ιστορική γειτονιά του κέντρου της Αθήνας, η οποία υπήρξε επί τουρκοκρατίας τόπος κατοικίας αρχοντικών οικογενειών, στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα μετατράπηκε σε «επικίνδυνη περιοχή» για τους Αθηναίους και στη συνέχεια μεταπολεμικά σε περιοχή με μεγάλη συγκέντρωση βιοτεχνικών και μεταποιητικών χρήσεων, κυρίως βυρσοδεψία, εργαστήρια επεξεργασίας δέρματος και υποδηματοποιεία, σιδηρουργεία, κ.α. Λόγω της συγκέντρωσης οχλουσών χρήσεων, η περιοχή εγκαταλείφθηκε σταδιακά από τους παλιούς κατοίκους της, με αποτέλεσμα την ερήμωση της κατά τις ώρες που δεν λειτουργούσαν τα εργαστήρια και οι βιοτεχνίες και κατά συνέπεια την συνεχιζόμενη υποβάθμισή της.

Τη δεκαετία του ΄90 η ξεχασμένη γειτονιά του Ψυρρή έρχεται στο προσκήνιο μέσω εξαγγελιών ανάπλασής της, σε συνδυασμό με το πρόγραμμα Ενοποίησης Αρχαιολογικών Χώρων, εν όψει των επικείμενων Ολυμπιακών Αγώνων. Στα βιοτεχνικά εγκαταλελειμμένα κελύφη ήδη από την δεκαετία του ’80 είχαν αρχίσει να εγκαθίστανται πολιτιστικές χρήσεις (θέατρο Αποθήκη, θέατρο Εμπρός) που συνυπήρχαν αρμονικά και με την μεταποίηση και με την κατοικία. Με την προσδοκία της ανάπλασης και χάρη στις πολύ χαμηλές αξίες και στην εγγύτητα στο πρόγραμμα της Ενοποίησης Αρχαιολογικών Χώρων, η περιοχή αρχίζει να προσελκύει το ενδιαφέρον για κατοικία, αλλά κυρίως για την ανάπτυξη χρήσεων αναψυχής και νυχτερινής διασκέδασης. Η πύκνωση των τελευταίων ήταν τόσο ραγδαία που εξοβέλισε ακόμα και κάποιους από τους πιο αποφασισμένους νέους κατοίκους, κι έτσι η περιοχή μετατράπηκε σε ένα μονολειτουργικό σχεδόν θύλακα χρήσεων υγειονομικού ενδιαφέροντος, που λειτούργησαν και θησαύρισαν για αρκετά χρόνια με αμφίβολες συνθήκες νομιμότητας (άδειες λειτουργίας κ.λπ.).

Οι περισσότερες παραδοσιακές χρήσεις (βιοτεχνία, χονδρεμπόριο) που για δεκαετίες στήριξαν τα καταστήματα του γειτονικού Εμπορικού Τριγώνου της Αθήνας, εκτοπίζονται τόσο από τον άνισο ανταγωνισμό τους με τις πολύ πιο προσοδοφόρες χρήσεις αναψυχής, όσο και από θεσμικούς περιορισμούς για την συνέχιση της λειτουργίας τους στην Αθήνα. Όσες από αυτές επιβιώνουν, ασφυκτιούν μέσα στην υπερβολική ένταση και την πολυκοσμία που φέρνουν οι νέες χρήσεις στους στενούς δρόμους του Ψυρρή. Είναι σημαντικό πως παρ’ όλες τις σχετικές ρητορικές, η κατοικία σε αυτή τη φάση, λόγω της υψηλής όχλησης και των μεγάλων οικονομικών αποδόσεων και υπεραξιών που επέφερε η βιομηχανία της διασκέδασης, συνέχισε να παραμένει ουσιαστικά εκτός προγραμματικών στόχων, αποδεικνύοντας πως το ενδιαφέρον για την ανάπτυξη της περιοχής ήταν βραχυπρόθεσμο και προσανατολισμένο στο ευκαιριακό επιχειρηματικό κέρδος.

Τα τελευταία χρόνια, στο πλαίσιο της οικονομικής κρίσης κι ενώ ανάλογο δρόμο πήρε λίγο αργότερα απ’ του Ψυρρή η γειτονική περιοχή του Γκαζιού εντείνοντας τον σχετικό ανταγωνισμό, πολλά απ’ αυτά τα καταστήματα διασκέδασης και εστίασης έκλεισαν. Φαίνεται πως το συγκεκριμένο μοντέλο ανάπτυξης της περιοχής όντας βασισμένο αποκλειστικά σε επιχειρήσεις υγειονομικού ενδιαφέροντος «αναλώθηκε», κάνοντας τον κύκλο του και φτάνοντας σε κορεσμό μέσα σε μια δεκαετία. Χώροι πολιτισμού που σηματοδότησαν για χρόνια μια ουσιαστική αναβάθμιση της περιοχής, όπως το θέατρο και η δραματική σχολή του Εμπρός, έκλεισαν.

Στην περίπτωση του Εμπρός καταγράφεται εν πολλοίς και ο μετασχηματισμός της περιοχής. Πρόκειται για ένα μεσοπολεμικό κτίριο τυπογραφείου της εφημερίδας Εμπρός που σταμάτησε να λειτουργεί ως τέτοιο το 1985 και ξεκίνησε να λειτουργεί ως θέατρο το 1988. Με πρωτοβουλία της θεατρικής ομάδας το κτίριο μαζί με τον in situ βιομηχανικό εξοπλισμό του κηρύχθηκε διατηρητέο μνημείο. Από εκεί και πέρα, ο εξοπλισμός εξαφανίζεται μυστηριωδώς, και οι διαθέσεις της Κτηματικής Εταιρείας του Δημοσίου που διαχειρίζεται το ακίνητο καθώς και των εκάστοτε δημοτικών αρχών είναι να αποχαρακτηριστεί. Η θεατρική του χρήση σταματά το 2007 και ο χώρος παραμένει αναξιοποίητος για μερικά χρόνια. Στο πλαίσιο της κρίσης, από το 2011 μια ομάδα καλλιτεχνών προχώρησε στην κατάληψη και επανάχρηση του κτιρίου για εκδηλώσεις καλλιτεχνικές και δημόσιου διαλόγου. Από το 2011 μέχρι σήμερα το Εμπρός χρησιμοποιείται αδιάλειπτα έχοντας διαμορφώσει όρους αυτοοργάνωσης υπό το σχήμα ενός ελεύθερου αυτοδιαχειριζόμενου χώρου που παλεύει επιπλέον να διασώσει το Εμπρός απ’ το ξεπούλημα (το Εμπρός μέσω της ΚΕΔ έχει περιέλθει πια στο ΤΑΙΠΕΔ ως ακίνητο προς εκποίηση), την εμπορευματοποίηση και πιθανώς την κατεδάφισή του. Να το διασώσει και ως μνημείο, αλλά κυρίως ως χρήση.  Στο πλαίσιο διαπραγμάτευσης ενός συλλογικού χώρου έκφρασης στο θέατρο Εμπρός, υπήρξε και διαπραγμάτευση της συνολικής λειτουργίας της γειτονιάς του Ψυρρή αφού στις συνελεύσεις και τη διαχείριση του χώρου συμμετέχουν και κάτοικοι της περιοχής.

Από κάθε άποψη λοιπόν, σήμερα προβάλλει εκ των πραγμάτων και στου Ψυρρή, σε μια κεντρική γειτονιά σημαδεμένη από την κρίση, με διαφορετικό τρόπο από τις άλλες γειτονιές, μια τάση επανακατοίκησης και συγκέντρωσης νέων παραγωγικών και πολιτιστικών χρήσεων, με μια παράλληλη διατήρηση περιορισμένων χρήσεων αναψυχής. Είναι μια κρίσιμη στιγμή για έναν πολύπαθο αστικό χώρο, που μοιάζει να έχει μια τελευταία ευκαιρία στην προοπτική μιας πιο εξορθολογισμένης ανάπτυξης, γι’ αυτούς που τον ζουν κι όχι γι’ αυτούς που τον εκμεταλλεύονται. Εκκρεμεί όμως και η ανάλογη υποστήριξή του από πλευράς επίσημου προγραμματισμού και σχεδιασμού.