Ο σχεδιασμός του ΥΠΕΝ για δίκτυο μονάδων καύσης  υπονομεύει τη διαχείριση των απορριμμάτων στη χώρα

Ο σχεδιασμός του ΥΠΕΝ για δίκτυο μονάδων καύσης υπονομεύει τη διαχείριση των απορριμμάτων στη χώρα

Ο στρατηγικός προσανατολισμός προς την καύση των απορριμμάτων, είναι μια επιλογή που «ζυμώνεται» εδώ και χρόνια από την Κυβέρνηση και τη διοίκηση της Περιφέρειας. Η Ανοιχτή Πόλη είχε καλέσει επανειλημμένα την προηγούμενη δημοτική αρχή του κ. Μπακογιάννη να τοποθετηθεί έγκαιρα απέναντι σε αυτήν τη διαφαινόμενη εξέλιξη, χωρίς αποτέλεσμα. Στην τελευταία συνεδρίαση (24/9), το Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Αθηναίων κλήθηκε να γνωμοδοτήσει επί της Στρατηγικής Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΣΜΠΕ) που συνοδεύει το σχέδιο της Κυβέρνησης για κατασκευή έξι εργοστασίων καύσης σκουπιδιών, που θα καλύπτουν όλη τη χώρα.

Η καύση παρουσιάζεται ως μονόδρομος για να επιτευχθεί ο στόχος του ΥΠΕΝ για μείωση των ποσοστών υγειονομικής ταφής, στην πραγματικότητα όμως είναι μια επιλογή εξαιρετικά επικίνδυνη για τη δημόσια υγεία, με βαρύτατες επιπτώσεις για το περιβάλλον και υψηλό περιβαλλοντικό και διαχειριστικό κόστος:

  • Η ΣΜΠΕ που παρουσίασε το Υπουργείο προσπερνά με γενικολογίες τις επιπτώσεις των σχεδιαζόμενων μονάδων καύσης στο περιβάλλον και στη δημόσια υγεία των περιοχών όπου αυτές θα εγκατασταθούν. Η πραγματικότητα είναι ότι η καύση είναι μια διαδικασία επικίνδυνη για τη δημόσια υγεία (λόγω της εκπομπής διοξινών και άλλων τοξικών αέριων) και με βαρύτατες επιπτώσεις στο περιβάλλον (λόγω της δημιουργίας τοξικών αποβλήτων και της συμβολής της στο φαινόμενο του θερμοκηπίου). Το φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον ήδη υποβαθμισμένων περιοχών όπου σχεδιάζεται να εγκατασταθούν οι μονάδες θα υποβαθμιστεί ακόμη περισσότερο.

  • Αντιστρέφει πλήρως την ιεράρχηση που διέπει τη διαχείριση των απορριμμάτων. Ενώ η χώρα μας έχει από τα χαμηλότερα ποσοστά ανακύκλωσης στην Ε.Ε., η κυβέρνηση – αντί της ενίσχυσης των υποδομών, της ανακύκλωσης, της κομποστοποίησης, της μείωσης των υπολειμμάτων, της προώθησης της κυκλικής οικονομίας – στρέφεται προς την καύση, όταν μάλιστα η σύγχρονη τάση είναι αντίστροφη. Επιπλέον, υπονομεύονται οι μακροπρόθεσμες προοπτικές μείωσης των αποβλήτων, αφού Δήμοι και δημότες δεσμεύονται σε συμβάσεις δεκαετιών με την υποχρέωση να παραδίδουν μεγάλες ποσότητες απορριμμάτων προς καύση.

  • Έχει υψηλό κόστος εγκατάστασης και λειτουργίας, λόγω και της ανάγκης διαχείρισης των παραγόμενων τοξικών αποβλήτων, αλλά και της μεταφοράς 1.300.000 τόνων/έτος στις έξι μονάδες – κόστος που θα κληθούν να εισπράξουν οι Δήμοι επιβάλλοντας υπέρογκα τέλη στους πολίτες. Επιπλέον, ασάφεια επικρατεί σχετικά με τη χωροθέτηση των μονάδων και την οργάνωση του δικτύου μεταφοράς.

  • Τεράστιες ποσότητες πολύτιμων υλικών που θα μπορούσαν να ανακυκλωθούν θα καταστρέφονται με την αποτέφρωση. Το υποτιθέμενο όφελος από την παραγόμενη ενέργεια αναιρείται από την απώλεια της ενέργειας που κερδίζουμε από τη χρήση ανακυκλωμένων υλικών.

  • Η υλοποίηση των μονάδων καύσης θα γίνει μέσω συμπράξεων με ιδιώτες. Ο κοινωνικός έλεγχος και ο ρόλος της Αυτοδιοίκησης υποβαθμίζεται σε μια από τις πιο βασικές λειτουργίες της, ενώ το σχετικό κόστος αναμένεται να μεταφερθεί, ως συνήθως, στους δημότες.

Η Ανοιχτή Πόλη υπερψήφισε την αρνητική γνωμοδότηση επί της ΣΜΠΕ που εισηγήθηκε η δημοτική αρχή. Η ΣΜΠΕ που κατατέθηκε από το ΥΠΕΝ αναφέρει ότι η “ενεργειακή αξιοποίηση” με την καύση και η ανακύκλωση λειτουργούν συμπληρωματικά στο πλαίσιο της κυκλικής οικονομίας. Αυτό όμως που κάνει ο σχεδιασμός του Υπουργείου είναι να αφήνει την ανακύκλωση στη μαύρη τύχη της και να στρέφεται προς μία επιλογή που η υπόλοιπη Ευρώπη εγκαταλείπει, μια επιλογή με βαρύ κοινωνικό και περιβαλλοντικό αποτύπωμα, αλλά και με κέρδη για κάποιους λίγους. Η Ανοιχτή Πόλη θα στηρίξει τις αυτοδιοικητικές πρωτοβουλίες ενάντια σε μια κοινωνικά, οικονομικά και περιβαλλοντικά επιζήμια εξέλιξη.

Εδώ η τοποθέτηση της δημοτικής συμβούλου της Ανοιχτής Πόλης Δέσποινας Αλεβυζάκη στο δημοτικό συμβούλιο της 24/9.