Ο δημόσιος χώρος αποτελούσε και συνεχίζει να αποτελεί πεδίο συγκρούσεων. Οι πολιτικές για τα ζητήματα του δημόσιου χώρου ποτέ δεν ήταν ουδέτερες. Το ίδιο ισχύει και για τα κενά που μπορεί να δημιουργούνται από την απουσία δημόσιας πολιτικής.
Έχοντας αυτό κατά νουν, ας σκεφτούμε το εξής παράδοξο: πόσο αποτελεσματικό μπορεί να είναι το όποιο σχέδιο του Δήμου Αθηναίων όταν ο ίδιος ο δήμος δεν μπορεί να ορίσει τι του ανήκει μέσα στην πόλη; Γιατί αυτό συμβαίνει σήμερα. Ο κεντρικός δήμος της πρωτεύουσας της χώρας αδυνατεί να ορίσει το κτηριακό απόθεμα και τους αδόμητους χώρους που αποτελούν δημοτική περιουσία.
Η αδυναμία αυτή δεν αποτελεί κάποια σχεδιαστική «αποτυχία», αλλά μια βαθύτατα πολιτική επιλογή. Την επιλογή η λειτουργία του δημόσιου χώρου να ορίζεται από τις δυνάμεις της ελεύθερης αγοράς και όχι μέσα από μια δημοκρατική και συμμετοχική διαδικασία που οργανώνεται και υλοποιείται από τη δημοτική αρχή.
Αν συνυπολογίσουμε και τα ερωτήματα που θέτει η κλιματική κρίση, τότε η σημασία ενός ριζοσπαστικού πλαισίου πολιτικής για την πόλη και τον δημόσιο χώρο γίνεται ακόμα πιο ορατή. Δυστυχώς, αυτός ο προβληματισμός δεν φαίνεται να απασχολεί τη σημερινή δημοτική αρχή. Ίσως κάποιοι να θυμούνται μια απαξιωτική αναφορά του Κ. Μπακογιάννη στα ζητήματα της κλιματικής κρίσης σε μια προεκλογική συζήτηση στην ΕΡΤ. Χαρακτηριστικά είχε πει: «Δεν ενδιαφέρει τους δημότες η άποψη του δημάρχου για το λιώσιμο τον πάγων». Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν απλώς μια λεκτική υπερβολή. Αν όμως ρίξουμε μια ματιά στον πρώτο προϋπολογισμό και στο τεχνικό πρόγραμμα που ψήφισε η διοίκησή του, θα δούμε ότι η απαξίωση αυτή διαπερνά σήμερα την επίσημη πολιτική του Δήμου Αθηναίων.
Διαχείριση απορριμμάτων
Δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη για αλλαγή του μοντέλου διαχείρισης απορριμμάτων, ούτε σχεδιασμός για ουσιαστική αναβάθμιση στο θέμα του πρασίνου. Η Αθήνα θα συνεχίσει να αποτελεί μια πόλη που ενώ θα έπρεπε να στέλνει για ταφή το 25% των απορριμμάτων της, στέλνει πάνω από 90%. Το πιο εξωφρενικό είναι ότι ο δήμος, στις παραμονές του 2020, δεν έχει σχεδιάσει ούτε ένα συγκεκριμένο βήμα για την αλλαγή αυτής της κατάστασης. Μια αλλαγή που προϋποθέτει ανακύκλωση στην πηγή, κομποστοποίηση και δημιουργία πράσινων σημείων μέσα στην πόλη. Παράλληλα, χρειάζεται και πολιτική για την μείωση του όγκου των απορριμμάτων, όπως π.χ. η δημιουργία δικτύου με δημόσιες βρύσες που θα μειώσει την κατανάλωση πλαστικού.
Ας σκεφτούμε λίγο τη σημασία του τελευταίου, φαινομενικά δευτερεύοντος μέτρου, σε μια πόλη με περισσότερους από 5 εκατομμύρια επισκέπτες τον χρόνο. Τα παραπάνω συνδέονται άμεσα και με την καθολική αίσθηση που υπάρχει σήμερα στους κατοίκους, ότι η Αθήνα είναι μια πόλη βρόμικη. Για να το πούμε διαφορετικά, αν η Αθήνα δεν μάθει να κάνει ανακύκλωση, δεν μπορεί να γίνει μια καθαρή πόλη.
“Πάρκα τσέπης”
Αν το ζήτημα της διαχείρισης απορριμμάτων φαίνεται δύσκολο, ας πάμε και στα «εύκολα». Προεκλογικά ακούστηκε αρκετά η φράση «πάρκα τσέπης». Δηλαδή μικροί χώροι πρασίνου μέσα στον αστικό ιστό. Μία κίνηση που αν συνδυαστεί και με άλλα μέτρα, π.χ. πράσινες ταράτσες σε δημόσια κτήρια / σχολεία κ.λπ., μπορεί να αποτελέσει ουσιαστική αφετηρία όχι μόνο για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής στην πόλη αλλά και για την έμπρακτη προστασία του κλίματος (προφανώς στην κλίμακα που αντιστοιχεί σε μια Δημοτική Αρχή). Πόσα «πάρκα τσέπης» προβλέπεται να φτιάξει για το 2020 ο Δήμος Αθηναίων; Κανένα.
Εμείς τι μπορούμε να κάνουμε;
Συνεχώς επανέρχεται η απορία αν ειδικά μέσα σε έναν φήμο η αντιπολίτευση μπορεί να έχει ρόλο. Η απάντηση της «Ανοιχτής Πόλης» είναι ξεκάθαρη: ναι. Υπάρχουν όμως μια σειρά προϋποθέσεις για να υπηρετήσουμε αυτό το «ναι». Δική μας δουλειά είναι να δείξουμε ότι υπάρχει άλλος δρόμος, ότι τα πράγματα μπορούν να γίνουν και διαφορετικά. Άρα στην απουσία σχεδιασμού για τη δημιουργία χώρων πρασίνου δεν μπορούμε απλώς να καθόμαστε να «γκρινιάζουμε» στις συνεδριάσεις.
Δράση στις γειτονιές, προγραμματική δουλειά
Οργανώνουμε μαζί με τις γειτονιές κινητοποιήσεις που διεκδικούν, καθαρίζουν και δενδροφυτεύουν χώρους που θα έπρεπε να φροντίζει η δημοτική αρχή. Την ίδια στιγμή, δεν ξεχνάμε διαρκώς να επεξεργαζόμαστε το προγραμματικό μας πλαίσιο. Στη βάση ενός δημιουργικού άγχους που ορίζεται από το ερώτημα: αν είχαμε εμείς την ευθύνη της διοίκησης, με βάση τις σημερινές συνθήκες και όχι αυτές που θα επιθυμούσαμε, τι πολιτική θα ασκούσαμε και ποιες θα ήταν οι προτεραιότητές μας; Δεν έχουμε την πολυτέλεια να υποτιμήσουμε ούτε τη σύνδεση με τις γειτονιές και την κινηματική δράση ούτε την προγραμματική δουλειά.
Υπάρχει εδώ όμως και μια κρίσιμη παρατήρηση, που αφορά συνολικότερα τη δουλειά μας στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Έχουμε υποτιμήσει, παρά τις διακηρυκτικές μας αρχές, το συγκεκριμένο πεδίο και αυτή την υποτίμηση την πληρώνουμε. Πρώτα από όλα με όρους εκλογικών αποτελεσμάτων. Ταυτόχρονα όμως και με όρους συνολικότερου στρατηγικού ελλείμματος. Σε πόσες από τις περιπτώσεις που η Αριστερά έχει ασκήσει διοίκηση μπορούμε να ισχυριστούμε ότι αποτέλεσε ένα ανταγωνιστικό προς το κυρίαρχο αντιπαράδειγμα;
Δεν υποτιμώ καθόλου την αξία μιας χρηστής και αποτελεσματικής διοίκησης, με κοινωνική ευαισθησία. Το αντίθετο. Αλλά πιστεύω ότι όλοι μας θα συμφωνήσουμε ότι ο στόχος της Αριστεράς δεν μπορεί να περιορίζεται σε αυτό. Εδώ αποτυπώνεται ένα συνολικό έλλειμμα του χώρου και η συλλογική μας ευθύνη να το υπερβούμε. Στον βαθμό λοιπόν που θα αντιμετωπίσουμε τα ζητήματα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης ως μια κρίσιμη μεταβλητή για ένα σύγχρονο και αποτελεσματικό αριστερό σχέδιο, θα μπορέσουμε να ξεκλειδώσουμε μια σημαντική δυναμική για ουσιαστικές κοινωνικές αλλαγές.
Νάσος Ηλιόπουλος: Η περίπτωση του Δήμου Αθηναίων – Οργανώνοντας την «αποτυχία»