Παρέμβαση του Γ. Σακελλαρίδη στην εκδήλωση που διοργάνωσε το ΚΕΘΕΑ και ο ραδιοσταθμός «Στο Κόκκινο 105,5» με θέμα: «Χρήσεις και εξαρτήσεις στο σχολείο»

Παρέμβαση του Γ. Σακελλαρίδη στην εκδήλωση που διοργάνωσε το ΚΕΘΕΑ και ο ραδιοσταθμός «Στο Κόκκινο 105,5» με θέμα: «Χρήσεις και εξαρτήσεις στο σχολείο»

 

Ο λόγος γύρω από τα μνημόνια και τις πολιτικές λιτότητας που πλήττουν την ελληνική κοινωνία τα τελευταία τέσσερα χρόνια, ακόμα και ο δικός μας λόγος, ο λόγος της αριστεράς, εστιάζει συνήθως στις οικονομικές τους επιπτώσεις και στους αριθμούς.

Πολύ λιγότερο μιλάμε για τις κοινωνικές επιπτώσεις των μνημονίων, για την οξύτατη ανθρωπιστική κρίση, στην οποία έχουν οδηγήσει την ελληνική κοινωνία.

Πολύ λιγότερο μιλάμε για το αποτύπωμα των πολιτικών λιτότητας στον κοινωνικό ιστό και στην ανθρωπογεωγραφία της πόλης, στις γειτονιές και στους πολίτες της.

Πολύ λιγότερο μιλάμε για την υποβάθμιση ολόκληρων περιοχών, για την συντονισμένη παραγωγή κοινωνικών «παριών» και την κατεδάφιση των μηχανισμών κοινωνικής κινητικότητας, που άφηναν τα όποια παράθυρα διεξόδου για ανθρώπους που ζούσαν στο κοινωνικό περιθώριο.

Το πρόβλημα της χρήσης εξαρτησιογόνων ουσιών, βέβαια, δεν σχετίζεται και δεν εμφανίζεται εντός του μνημονίου. Είναι ένα πολυπαραγοντικό φαινόμενο με παραμέτρους πολιτικές, πολιτισμικές, οικονομικές, ψυχολογικές και ιδεολογικές.

Το πρόβλημα, όμως, οξύνεται – εξαιτίας της κρίσης και της παρατεταμένης ύφεσης –ως αποτέλεσμα τόσο του κοινωνικού αποκλεισμού διευρυμένων κοινωνικών ομάδων όσο και της απαξίωσης των, ούτως ή άλλως ισχνών και πριν από την κρίση, δομών απεξάρτησης και πρόληψης.

Η σημερινή κατάσταση στο χώρο είναι δραματική. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, τα οποία μάλλον σκοπίμως υποβαθμίζουν την έκταση του προβλήματος, οι θάνατοι ετησίως στη χώρα μας πλησιάζουν τους 300, συνθήκη η οποία αναμένεται να επιδεινωθεί, όσο παρατείνεται ο «μόνιμος» αποκλεισμός νέων ανθρώπων από την αγορά εργασίας.

Η σημερινή εικόνα στο πεδίο της πρόληψης και θεραπείας είναι, χωρίς υπερβολές, δραματική.

  • Τα 72 Κέντρα πρόληψης σε πανελλαδικό επίπεδο υποχρηματοδοτούνται και λειτουργούν χωρίς το απαραίτητο θεσμικό πλαίσιο.
  • Ως αντίδοτο στην κατάρρευση της δημόσιας παρέμβασης στον κλάδο παρουσιάζεται η λειτουργία ιδιωτικών μονάδων απεξάρτησης με κρατική επιχορήγηση, αφήνοντας το ενδεχόμενο η «ελπίδα» κοινωνικής επανένταξης για χιλιάδες συμπολίτες μας να καταστεί ταξικό προνόμιο.
  • Τα «στεγνά» θεραπευτικά προγράμματα (ΚΕΘΕΑ και ψυχιατρικά νοσοκομεία) υποχρηματοδοτούνται σχεδόν κατά 50%, με αποτέλεσμα την αδυναμία ανάπτυξης νέων δομών.
  • Οι πολιτικές που αποσκοπούν στην επανένταξη των πρώην εξαρτημένων ατόμων είναι παντελώς ανύπαρκτες.
  • Τέλος, η κρατική υποχρηματοδότηση οδηγεί σε κλείσιμο δομές όπως τα Κέντρα Πρόληψης, το ΚΕΘΕΑ, το 18 ΑΝΩ και ο ΟΚΑΝΑ.

Τέσσερα σημεία, νομίζω, ότι συμπυκνώνουν την σημερινή απαίτηση για αλλαγή κατεύθυνσης γύρω από το ζήτημα «ναρκωτικά»:

Πρώτον, σήμερα, περισσότερο από ποτέ, χρειάζεται εθνικός σχεδιασμός και ενίσχυση των φορέων πρόληψης και απεξάρτησης. Με τη δαμόκλειο σπάθη των απολύσεων και των συγχωνεύσεων να πλανάται πάνω από τις υφιστάμενες δομές, είναι αδύνατον να προωθηθούν οι απαραίτητες πρωτοβουλίες. Τα προβλήματα αντιμετωπίζονται μόνο μέσα από συντονισμένες δράσεις και ορθή κατανομή των υπηρεσιών στους διαφορετικούς εμπλεκόμενους φορείς.

Δεύτερον, δυστυχώς για όσους, σήμερα, αντιμετωπίζουν τις απολύσεις ως την θεραπεία κάθε δημόσιου οργανισμού, τα προβλήματα στο χώρο της απεξάρτησης δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν χωρίς επιπρόσθετους εργαζομένους στον κλάδο. Οι επαγγελματίες στον ευρύτερο χώρο της ψυχικής υγείας είναι οι αφανείς ήρωες όλων αυτών των δομών και οι εργασιακή επισφάλεια και ο οικονομικός τους στραγγαλισμός μοιάζουν με συντονισμένο σχέδιο, που αποπειράται να δυσκολέψει ακόμα περισσότερο το έργο τους.

Τρίτον, σήμερα χρειάζεται ένα νέο θεσμικό πλαίσιο, που να διαπνέεται από πνεύμα αντιμετώπισης των αιτιών του προβλήματος και όχι πνεύμα διαχείρισης των «κοινωνικών απορριμμάτων» και τιμωρίας του πάσχοντος. Ένα νομικό πλαίσιο, δηλαδή, που να δίνει έμφαση στην πρόληψη, τη θεραπεία και την κοινωνική επανένταξη και όχι την καταστολή και την ποινικοποίηση της εξάρτησης.

Και φυσικά, σήμερα, χρειάζεται η ευρύτερη δυνατή εγρήγορση της ίδιας της κοινωνίας για την αντιμετώπιση τον προβλημάτων, που σχετίζονται με την τοξικοεξάρτηση. Τόσο μέσα από την συμμετοχή του συνόλου των εμπλεκόμενων φορέων σε ένα κοινωνικό διάλογο, που θα οδηγήσει στην εκπόνηση ενός κεντρικού σχεδίου, όσο και μέσα από την ενεργοποίηση των φορέων του πολιτισμού, της παιδείας και του αθλητισμού, ως ασπίδες προστασίας ενάντια στη διάδοση της χρήσης.

Στη βάση αυτή πιστεύουμε ότι η πρόταση μας για την ενδυνάμωση των δημοτικών ιατρείων των δήμων και του Δήμου της Αθήνας συγκεκριμένα, εξυπηρετεί τους παραπάνω στόχους. Τα δημοτικά ιατρεία μπορούν να παίξουν κεντρικό ρόλο στην παροχή υπηρεσιών συμβουλευτικής για την ψυχική υγεία και τις εξαρτήσεις από ουσίες, σε συνεργασία με τις ενεργές πρωτοβουλίες πολιτών, όπως τα κοινωνικά ιατρεία και οι σχετικοί επιστημονικοί φορείς της Αθήνας.

Φυσικά, ο Δήμος δεν μπορεί να αποτελέσει το υποκατάστατο μιας πολιτείας, που μεθοδικά απαξιώνει τις κοινωνικές υπηρεσίες και αδιαφορεί για την εκπόνηση μιας εθνικής στρατηγικής. Μπορεί, όμως, να κάνει την διαφορά και να γίνει – και στο πεδίο της πρόληψης και θεραπείας των εξαρτησιογόνων ουσιών – από εκτελεστής των πολιτικών των μνημονίων σε εκπρόσωπο των αναγκών της κοινωνίας.

Κλείνοντας, επιτρέψτε μου εδώ, ως οικονομολόγος που είμαι, να κάνω και μια μικρή παρέκβαση, σε σχέση με την οικονομική λογική των πολιτικών λιτότητας. Γιατί, ακόμα και αν η αρχική μου υπόθεση δεν ευσταθεί, ακόμα και αν οι άνθρωποι είναι όντως αριθμοί και αν όντως, όπως πολύ συνάδελφοι μου διατείνονται, τα κοινωνικά προβλήματα είναι αναγώγιμα σε οικονομικά μεγέθη, γιατί, ακόμα και αν όντως τα προβλήματα δεν μπορούν να αντιμετωπίζονται παρά μόνο μέσα από τα οικονομικά μεγέθη, που απαιτεί η επίλυση τους, οι πολιτικές λιτότητας θα συνέχιζαν να είναι καταστροφικές. Η σημερινή κατάρρευση των δομών πρόληψης και επανένταξης τοξικοεξαρτημένων συμπολιτών μας θα έχει στο μέλλον μεγαλύτερο κόστος, οικονομικό, και φυσικά και σε ανθρώπινες ζωές, από ότι θα απαιτούσε μια σημερινή ολοκληρωμένη παρέμβαση. Και αυτό δεν το αντλώ από κάποια δική μας επεξεργασία, αλλά από τα ίδια τα συμπεράσματα της Ετήσιας Έκθεσης του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης και Πληροφόρησης για τα Ναρκωτικά, που, ήδη από το 2011, προειδοποιούσε ότι, στο μέλλον, «…θα χρειαστούν πολλαπλάσια κονδύλια από αυτά που περικόπτονται για να αντιμετωπιστούν τα νέα προβλήματα…», που προέκυπταν προ διετίας από την επερχόμενη κατάρρευση του δημόσιου συστήματος πρόληψης και θεραπείας.

 

Σας ευχαριστώ.