Δύο χρόνια συμπληρώνονται αυτές τις μέρες από την έναρξη της περιπέτειας που βαφτίστηκε από τη δημοτική αρχή “Μεγάλος Περίπατος”.
Στις συνθήκες που διαμόρφωσε η πανδημία και τα λοκντάουν, πολλές πόλεις σε όλο τον κόσμο επιχείρησαν πειραματικές παρεμβάσεις για την ενίσχυση της ενεργής και βιώσιμης κινητικότητας. Οι έρημοι δρόμοι και η ελάχιστη κυκλοφορία ΙΧ έδιναν την ευκαιρία για γρήγορα, χαμηλού κόστους έργα, με στόχο τη δημιουργία δικτύων ποδηλατοδρόμων και την αύξηση του δημόσιου χώρου εκεί όπου υπήρχε ανάγκη.
Κάτι αντίστοιχο θα περίμενε κανείς να συμβεί και στην Αθήνα. Σε μια πόλη με τεράστιο έλλειμμα σε ελεύθερους πράσινους χώρους και πολύ κακές επιδόσεις στη βιώσιμη κινητικότητα. Ήταν μια εξαιρετική ευκαιρία π.χ. να γίνει το πρώτο βήμα για την υλοποίηση του δικτύου ποδηλατοδρόμων που έχει ψηφιστεί ομόφωνα από το Δημοτικό Συμβούλιο ήδη από το 2018, αλλά παραμένει στα χαρτιά.
Δυστυχώς, από πολύ νωρίς φάνηκε ότι τα πράγματα θα εξελίσσονταν διαφορετικά. Ο “Μεγάλος Περίπατος” ούτε δημιούργησε ένα συνεκτικό δίκτυο για την προώθηση της βιώσιμης κινητικότητας, ούτε συνέβαλε στην αύξηση του δημόσιου χώρου εκεί που υπήρχε ανάγκη, ούτε χαμηλού κόστους αποδείχτηκε. Περιορίστηκε σε ασύνδετες παρεμβάσεις που απευθύνονταν, όπως υπονοεί και ο τίτλος του, περισσότερο σε ανέμελους περιπατητές/επισκέπτες και λιγότερο στους ανθρώπους που ζουν, κινούνται, εργάζονται στην ευρύτερη περιοχή του κέντρου της Αθήνας, πόσο μάλλον στις περιφερειακές γειτονιές.
Για τον δήμαρχο και την ομάδα των συμβούλων του, το ζήτημα της βιώσιμης κινητικότητας εντοπίστηκε στην Πανεπιστημίου, έναν από τους δρόμους με τα φαρδύτερα πεζοδρόμια στην πόλη. Στο σχέδιο “κόλλησε” όμως και ένα σύνολο παλιότερων σημειακών μελετών που επικαιροποιήθηκαν και προσαρμόστηκαν βιαστικά, όπως στο κάτω μέρος της πλατείας Συντάγματος και στην Βασιλίσσης Όλγας. Προτάσεις όπως η αλλαγή χαρακτήρα της οδού Αθηνάς, ευτυχώς εγκαταλείφθηκαν μετά τις αντιδράσεις εμπόρων και δραστηριοποιούμενων στην περιοχή. Σε όφελος προφανώς της πολυλειτουργικότητας και της ιστορικής φυσιογνωμίας μιας περιοχής που ήδη δέχεται τις πιέσεις της ανεξέλεγκτης τουριστικοποίησης και επέκτασης των χρήσεων αναψυχής.
Η αποτυχία του Περιπάτου
Ιδιαίτερα το τμήμα της Πανεπιστημίου έγινε συνώνυμο της ταλαιπωρίας και της απουσίας μιας ευρύτερης λογικής παρέμβασης. Τρεις λωρίδες κίνησης καταργήθηκαν, χωρίς καμία πολιτική ενίσχυσης των ΜΜΜ, δημιουργώντας κυκλοφοριακά προβλήματα σε μια ευρύτερη περιοχή, για να βαφτεί στην άσφαλτο μια λωρίδα κίνησης πεζών κάτω από τον ήλιο, δίπλα στο επαρκέστατο, σκιασμένο πεζοδρόμιο, αλλά και μια λωρίδα ποδηλάτου, η οποία ξεκινούσε στο ύψος της Βουκουρεστίου και… τερμάτιζε 900 μ. πιο κάτω, στην Ομόνοια. Το αποκορύφωμα βέβαια είναι ότι στην τελική και μόνιμη εκδοχή του έργου και αυτή η λωρίδα κίνησης ποδηλάτου καταργήθηκε, σε αντίθεση μάλιστα με τις προβλέψεις του Σχεδίου Βιώσιμης Αστικής Κινητικότητας, ενώ μένουν εδώ και καιρό αχρησιμοποίητες ή ξηλώθηκαν και οι άλλες πρόχειρες λωρίδες, στις Β. Όλγας, Αμαλίας και Ερμού.
Έτσι, το ράβε-ξήλωνε, ο άστοχος προγραμματισμός, καθώς και τα περιφραγμένα και ανενεργά επί μήνες εργοτάξια της Πανεπιστημίου είχαν, τελικά, το αντίθετο από το διακηρυγμένο αποτέλεσμα: αντί να προσθέσουν άμεσα ωφέλιμο χώρο για τους πεζούς, κατέληξαν εδώ και πολύ καιρό να τους τον στερούν.
Δεν είναι παράξενο, λοιπόν, ότι σε κοινή έρευνα που έγινε από το Πάντειο και το ΑΠΘ, συμμετέχοντες κάτοικοι και εργαζόμενοι της ευρύτερης περιοχής του κέντρου, ενώ θέτουν ψηλά ως προτεραιότητα την ενίσχυση των δημόσιων συγκοινωνιών, την αύξηση των ελεύθερων χώρων και τη δημιουργία πράσινων υποδομών:
– δήλωσαν σε ποσοστό 87,8% καθόλου έως λίγο ικανοποιημένοι/ες από την παρέμβαση
– έδωσαν μέση βαθμολογία στην ποιότητα της παρέμβασης 2,72 με άριστα το 10, και
– σχετικά με την ενημέρωση των πολιτών και την ενσωμάτωση των αναγκών τους στο σχεδιασμό, έδωσαν μέση βαθμολογία 2,5/10.
Όσον αφορά το κόστος, ενώ ξεκίνησε ως μια υποτίθεται χαμηλού κόστους πιλοτική παρέμβαση, ο προϋπολογισμός του Μεγάλου Περιπάτου άρχισε αμέσως να φουσκώνει. Από τις διαβόητες πλέον ζαρντινιέρες μέχρι τα προτεινόμενα τελικά έργα αναπλάσεων έχουμε φτάσει τα 26 εκ. ευρώ σε εκτιμώμενο κόστος (και έπεται συνέχεια), ενώ η όποια υπεραξία για την πόλη συνδέεται μάλλον με στόχους του τουριστικού εξευγενισμού παρά με τη βιώσιμη κινητικότητα.
Παρ’ όλα αυτά, ο Μεγάλος Περίπατος ως πιλοτικό έργο είναι πράγματι διδακτικός:
– Για τον κακό σχεδιασμό, χωρίς ουσιαστική προετοιμασία και διαβούλευση. Οι δουλειές στο πόδι ίσως να ενισχύουν προσωρινά την εικόνα ενός “doer” δημάρχου, δυστυχώς όμως με κόστος για την πόλη, κόστος οικονομικό αλλά και κοινωνικό, πόρων που ξοδεύονται χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα στη βελτίωση της ποιότητας ζωής της μεγάλης πλειοψηφίας των κατοίκων.
– Για τις προτεραιότητες της δημοτικής αρχής. Για την εμμονή σε μια λογική έργων βιτρίνας στο κέντρο, ενώ η πόλη χρειάζεται πόρους, σχεδιασμό και πολιτικές που θα απαντούν στις σημαντικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει.
Η Αθήνα που θέλουμε
Η Αθήνα πρέπει να αλλάξει. Μας το έμαθε η πανδημία, μας το δείχνει καθημερινά η κλιματική κρίση. Θέλουμε περισσότερο πράσινο, περισσότερους δημόσιους χώρους, ένα νέο μοντέλο κινητικότητας. Δυστυχώς, αποδείχθηκε πως ο Μεγάλος Περίπατος δεν είναι τίποτα από αυτά. Είναι ένα πανάκριβο καψόνι που επέβαλε στους Αθηναίους και τις Αθηναίες η δημοτική αρχή του κυρίου Μπακογιάννη.
Στον αντίποδα των φανταχτερών εξαγγελιών και της επακόλουθης ταλαιπωρίας, θέλουμε ένα κέντρο ζωντανό και λειτουργικό. Ούτε παρατημένο, ούτε τουριστικό λούνα παρκ, αλλά με προτεραιότητα τους πολίτες και τις ανάγκες τους.
– Συνομιλώντας με τους/τις κατοίκους της πόλης και σχεδιάζοντας μαζί τους.
– Επενδύοντας στην οχύρωση της πόλης απέναντι στα φαινόμενα της κλιματικής κρίσης όπως οι πλημμύρες και οι καύσωνες.
– Δίνοντας έμφαση στην πολιτική ανάπτυξης και φροντίδας του αστικού πρασίνου. Επιταχύνοντας τα προγράμματα απαλλοτριώσεων για τη δημιουργία νέων δημόσιων, ελεύθερων χώρων, ιδιαίτερα στις γειτονιές που το έχουν άμεσα ανάγκη.
– Ενισχύοντας τη βιώσιμη κινητικότητα, διεκδικώντας βελτίωση των δημόσιων συγκοινωνιών και υλοποιώντας ένα λειτουργικό δίκτυο ποδηλατοδρόμων.
– Προστατεύοντας την πολυλειτουργικότητα και τις παραδοσιακές χρήσεις όπως το λιανεμπόριο και τη μεταποίηση χαμηλής όχλησης.
– Προστατεύοντας τη στέγη απέναντι σε μια ανεξέλεγκτη και μη βιώσιμη τουριστικοποίηση. Με ρύθμιση της βραχυχρόνιας μίσθωσης, με πολιτικές και κίνητρα για προσβάσιμη στέγη.
Για μια πόλη που θα ακούει και θα σέβεται τις ανάγκες και τα όνειρα των κατοίκων της.
Για την ανοιχτή και ζωντανή πόλη που μας αξίζει και δικαιούμαστε.