Εμπορικό Τρίγωνο
Ως εμπορικό τρίγωνο της Αθήνας ορίζεται η κεντρική περιοχή του Δήμου Αθηναίων που περικλείεται από τους οδικούς άξονες των οδών Σταδίου, Μητροπόλεως και Αθηνάς, με κορυφές του νοητού «τριγώνου» τις πλατείες Συντάγματος, Μοναστηρακίου, Ομονοίας. Επιπλέον, συμπεριλαμβάνει τις πλατείες Κλαυθμώνος και Κολοκοτρώνη επί της Σταδίου, όπως και την πλατεία Κοτζιά (Δημαρχείου) επί της Αθηνάς. Γειτονικές περιοχές του τριγώνου είναι το Κολωνάκι, τα Εξάρχεια, το Μεταξουργείο, η Πλάκα, του Ψυρρή, ο Εθνικός Κήπος. Από αυτές μόνο ο Εθνικός Κήπος αποτελεί εκτεταμένο δημόσιο χώρο, ενώ οι υπόλοιπες περιοχές είναι στο σύνολό τους πυκνοδομημένες, με συμπαγή αστικό ιστό.
Η περιοχή βρίσκεται στον πυρήνα του μητροπολιτικού κέντρου και κατέχει νευραλγική θέση, συγκεντρώνοντας τις αναπτυξιακές τάσεις, τις δυναμικές αλλά και τις στρεβλώσεις μιας πρωτεύουσας όχι ιδιαίτερα πολυκεντρικής. Εκ των πραγμάτων, το Εμπορικό Τρίγωνο συγκεντρώνει πολλές και ποικίλες επιτελικές δραστηριότητες της πρωτεύουσας, γραφεία μεγάλων επιχειρήσεων και τραπεζών, δημόσια κτήρια και υπηρεσίες, αλλά και όλη τη γκάμα των εμπορικών χρήσεων, από μεγάλα εμπορικά καταστήματα, μικρομεσαίες επιχειρήσεις χονδρικού και λιανικού εμπορίου, μέχρι μικρά καταστήματα και βιοτεχνίες.
Η Αθήνα θα λέγαμε πως χαρακτηρίζεται από τις μεταλλαγές της αστικής κλίμακας που συντελούνται στο εμπορικό κέντρο της και την ποικιλία που αναδύεται σε αυτόν τον περιορισμένο αστικό χώρο:
– τα ιστορικά κτήρια πάνω στους κεντρικούς άξονες του εμπορικού τριγώνου, χαρακτηρίζουν το χώρο λόγω της κλίμακας και της σχέσης τους με το δημόσιο χώρο, αλλά και της εμβληματικότητας που επιβάλουν, όπως η παλιά Βουλή (Ιστορικό Μουσείο) και η νέα Βουλή, η Μητρόπολη, το Δημαρχείο, η «Τριλογία» που δεσπόζει στον άξονα της Πανεπιστημίου
– τα μεγάλης κλίμακας κτήρια γραφείων («μέγαρα») που οικοδομήθηκαν κυρίως τη δεκαετία του ΄60, τα κτίρια των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων, επί των κεντρικών αξόνων της Σταδίου και της Αθηνάς
– αλλά και ένα πλούσιο δίκτυο μικρών εμπορικών καταστημάτων, μικρομεσαίων επιχειρήσεων ακόμα και μικρών βιοτεχνιών, μέσα στον πυκνοδομημένο ιστό του εμπορικού τριγώνου, στους πεζοδρόμους της Ερμού, της Αιόλου, της Αγ. Μάρκου και της Ευαγγελιστρίας και των στενών κάθετων δρόμων τους και μέσα στις στοές στα ισόγεια των μεγάλων κτηρίων γραφείων.
Η διαμορφωμένη αυτή ταυτότητα της πόλης είναι συνυφασμένη με την σχετικά ρευστή κοινωνική διαστρωμάτωση και το ευέλικτο ιδιοκτησιακό καθεστώς και σχετίζεται ευθέως με την ιδιότυπη οικονομία που αναπτύχθηκε στον αστικό χώρο κατά τις δεκαετίες της μεγάλης αστικοποίησης και ανοικοδόμησης. Η πόλη εκείνη την εποχή, κατάφερε να ενσωματώσει παράλληλες αναπτυξιακές τάσεις, μεγάλης και μικρής κλίμακας, επίσημης και άτυπης οικονομίας και ως εκ τούτου αποτέλεσε πεδίο ευκαιριών και κοινωνικής ανέλιξης για τους μικρούς και μικρομεσαίους επιχειρηματίες και βιοτέχνες.
Ο μηχανισμός αυτός, που λειτούργησε κοινωνικά προς όφελος των μεσαίων και χαμηλών στρωμάτων, αφήνει ακόμα τα σημάδια του στον αστικό χώρο, σε μια εποχή όμως που η οικονομία της πόλης επιβάλει άλλους όρους, πλήττοντας αυτή τη φορά τα ίδια κοινωνικά στρώματα και δημιουργώντας περισσότερο συνθήκες κοινωνικού διαχωρισμού, παρά ενσωμάτωσης.
Τα τελευταία χρόνια στο εμπορικό κέντρο, οι μικρές επιχειρήσεις κλείνουν μη μπορώντας να αντέξουν στον ανταγωνισμό της αγοράς και στην οικονομική κρίση που πλήττει τον κοινωνικό ιστό, κι έτσι τα καταστήματα μένουν άδεια και ερειπωμένα, μάρτυρες μιας ευημερίας που χάθηκε για την πόλη και τους κατοίκους της. Ταυτόχρονα, προκύπτουν κάποιες νέες τάσεις ανάπτυξης, με νέες χρήσεις που έρχονται να καλύψουν τα χωρικά – αλλά δυστυχώς όχι τα παραγωγικά – κενά. Τα εμπορικά καταστήματα και οι μικρές βιοτεχνίες μετατρέπονται σε μπαρ, καφετέριες και εστιατόρια, δίνοντας ομολογουμένως κάποιες ευκαιρίες μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας μέσα στην κρίση. Ταυτόχρονα, μέσω του έργου της Ενοποίησης Αρχαιολογικών Χώρων, το Εμπορικό Τρίγωνο αναβαθμίστηκε τα προηγούμενα χρόνια ως προς τους κοινόχρηστους χώρους του, κυρίως με διαπλατύνσεις πεζοδρομίων και πεζοδρομήσεις, χειρονομίες που προσέλκυσαν ιδιαίτερα τις νέες χρήσεις αναψυχής και ψυχαγωγικού χαρακτήρα. Πλέον, αποτελεί για την Αθήνα έναν σημαντικό υπερτοπικό πόλο αναψυχής.
Από εμπορική άποψη, θα λέγαμε πως μόνο ο πεζόδρομος της Ερμού με τα μεγάλα καταστήματα επιβιώνει της κρίσης, παραμένοντας ένας από τους εμπορικότερους δρόμους της Ευρώπης και διατηρώντας τηρουμένων των αναλογιών τις υψηλά διαμορφωμένες αξίες γης.
Είναι σημαντικό να σημειωθεί πως η κατοικία σχεδόν απουσιάζει ως χρήση από το Εμπορικό Τρίγωνο, παρ’ ότι από τη δεκαετία του΄80 κιόλας είχαν ξεκινήσει κάποιες προσπάθειες ενθάρρυνσης για την επαναφορά της, μέσω μιας σειράς θεσμοθετήσεων – οι οποίες έμειναν σε μεγάλο βαθμό ανεφάρμοστες – που αφορούσαν στον έλεγχο των ασύμβατων με την κατοικία χρήσεων. Σήμερα, παράλληλα με την συγκυρία της ερήμωσης των εμπορικών χρήσεων και της εγκατάλειψης των άλλοτε ασύμβατων χρήσεων, αναδύεται η τάση της επανακατοίκησης του κέντρου και αποκατάστασης του κτιριακού αποθέματος ως μία θετική εξέλιξη εν μέσω κρίσης, καθώς η μείξη των χρήσεων θεωρείται σε κάθε περίπτωση απαραίτητη για την αναζωογόνηση της περιοχής. Βέβαια, προκύπτει μαζί και ο προβληματισμός για τον τρόπο με τον οποίο προωθείται μια τέτοια τάση στον αστικό χώρο και ο βαθμός άσκησης ελέγχου από πλευράς κράτους, ώστε να αποτραπούν τα φαινόμενα «εξευγενισμού», ιδιωτικής πολεοδόμησης και κερδοσκοπίας πάνω στην υπεραξία της αστικής γης. Με δεδομένη την συγκρότηση της περιοχής που δεν προέβλεπε εξυπηρετήσεις για την κατοικία, οι δυνατότητες κατοίκησης (μάλλον, παρά επανα-κατοίκησης) δεν μπορεί παρά να αφορούν επιλεγμένες ομάδες κατοίκων, κυρίως νέων και νοικοκυριών χωρίς παιδιά.
Θα λέγαμε, πως όλες οι κεντρικές πλατείες της Αθήνας ανήκουν ή συνορεύουν με το Εμπορικό Τρίγωνο: οι πλατείες Συντάγματος, Μοναστηρακίου, Ομονοίας, Κλαυθμώνος, Κολοκοτρώνη, Κοτζιά (Δημαρχείου), Καρύτση, Κοραή (ο δρόμος που νοείται ως πλατεία), αλλά και ο περίβολος της Μητρόπολης, της Καπνικαρέας, της Αγίας Ειρήνης. Οι δημόσιοι χώροι στην περιοχή διαθέτουν ζωντάνια, κυρίως όμως λόγω των χρήσεων αναψυχής και των τραπεζοκαθισμάτων των ιδιωτικών επιχειρήσεων, κι όχι λόγω κάποιου αξιόλογου σχεδιασμού. Είναι χαρακτηριστικό πως το πράσινο απουσιάζει σε μεγάλο βαθμό από το δημόσιο χώρο του Εμπορικού Τριγώνου, ενώ κυριαρχεί σε μεγάλο βαθμό το διαχρονικό πρόβλημα της ρύπανσης και της κακής κατάστασης των δημόσιων υποδομών.
Σήμερα, στην εποχή του μνημονίου, οι πλατείες του κέντρου της Αθήνας προβάλλουν ως χώροι έκφανσης των νέων μορφών αστικής φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού. Ταυτόχρονα, επιχειρείται μια μεγάλη ανάπλαση του άξονα της Πανεπιστημίου και της ευρύτερης περιοχής, συμπεριλαμβανομένων των πλατειών Ομονοίας και Συντάγματος, η οποία – εφόσον πραγματοποιηθεί – θα καθορίσει εκ νέου τη μοίρα του κέντρου, με νέους όρους για την επιχειρηματικότητα του αστικού χώρου της Αθήνας.
Η σημαντικότερη κριτική που έχει διατυπωθεί αναφορικά με την εν λόγω ανάπλαση, αφορά το θέμα της ιεράρχησης των παρεμβάσεων στον χώρο της πόλης. Όμως, σε εποχές ακραίου νεοφιλελευθερισμού, ο αστικός σχεδιασμός δεν μπορεί παρά μέσα από τον χώρο που παράγει να εκφράζει τα κοινωνικά νοήματα της κυρίαρχης τάξης, ιεραρχώντας τα προβλήματα μέσα από συγκεκριμένες οπτικές και αξιακά συστήματα.
Περισσότερα
Άρθρα
Reactivate Athens: ναι, αλλά πώς;, του Άρη Καλαντίδη
Ιδιωτικοποίηση του σχεδιασμού, της Ντίνας Βαϊου
«ξανα-σκέψου την Αθήνα», της Ντίνας Βαϊου
Rethink Athens, Η κρίση του κέντρου και η επιστροφή στην εποχή των «ευεργετών», του Κώστα Βουρεκά
Ένα «όραμα» για την Αθήνα: η περίπτωση της πεζοδρόμησης της Πανεπιστημίου, της Δήμητρας Σιατίτσα